18.7.12



Το σπίτι



Μένω σε αυτό το σπίτι περίπου 4 χρόνια. Δεν έχω παράπονο, ζω μία ήσυχη ζωή αλλά αισθάνομαι πολύ μόνος σε στιγμές και το ότι είμαι μόνος είναι αποτέλεσμα της περίεργης και ιδιότροπης ιδιοσυγκρασίας μου. Είμαι δύσκολος άνθρωπος και δεν κάνω χωριό με τους άλλους εύκολα, έτσι επέλεξα να ζήσω μόνος μου εδώ, στο σπίτι του παππού μου, έξω από την πόλη. Η κυρία που μένει πιο πέρα στο δάσος μου είπε πως το σπίτι μου είναι ένα σπίτι γκαντέμικο, ένα σπίτι που το έχουν καταραστεί οι άνθρωποι της νύχτας, εκείνοι που μένουν πέρα από το ποτάμι. Μου είπε πως όταν πέθανε ο παππούς μου, ένα γκαντέμικο στοιχειό μπήκε στο σπίτι και το έκανε δικό του μιας και το σπίτι ήταν εγκαταλειμένο και απροστάτευτο για χρόνια μετά από τον θάνατο του παππού  μου. Εγώ δεν πιστεύω σε αυτά τα πράγματα, της λέω. Η κυρία μου λέει πως θα πρέπει να είμαι τρελός για να μην πιστεύω στο πνεύμα. Ίσως και να είμαι λίγο τρελός, ποιος ξέρει. Της λέω πως δεν ξέρω τι είναι το πνεύμα. Η κυρία με κέρασε καφέ, ελληνικό μερακλήδικο. Εκείνη μου λέει πως  το πνεύμα είναι παντού, με κοιτάει μέσα στα μάτια και κάθεται δίπλα μου. Παρατηρώ πως τα μάτια της είναι πολύ φωτεινά. Την ρωτάω εαν το πνεύμα  είναι ο Θεός ή κάτι τέτοιο. Μου λέει όχι, δεν είναι ο Θεός. Η κυρία με ρωτάει εαν θέλω παγωμένο καρπούζι και της λέω όχι γιατί έχω ευαίσθητο λαιμό και με πιάνει πονόλαιμος με τα παγωμένα. Η κυρία γελάει με ένα γέλιο τρανταχτό που βγαίνει από βαθειά μέσα της και μου λέει πως προσέχω πολύ τον εαυτό μου. Την ρωτάω εαν αυτό είναι κακό. Εκείνη λέει πως είναι πολύ καλό και πως το πνεύμα αγαπάει όλους όσους προσέχουνε τον εαυτό τους. Την ρωτάω το όνομα της και μου λέει πως το όνομα της είναι τόσο παλιό και τόσο μεγάλο που δεν το θυμάται να μου το πει. Εγώ αρχίζω να ιδρώνω. Η κυρία με ρωτάει εαν δίνω. Την ρωτάω τι εννοεί με το δίνω. Δεν μου απαντάει, αντ' αυτού με ξαναρωτάει εαν έχω σταματήσει να ζητάω και χτυπάει με δύναμη το χέρι της στο ξύλινο τραπέζι. Της λέω πως δεν καταλαβαίνω τίποτα. Αρχίζω να ζαλίζομαι. Εκείνη σκάει στα γέλια και το γέλιο της με βυθίζει σε ένα ύπνο μεγάλο και βαθύ. Ξυπνάω μέσα σε ένα όνειρο φριχτό. Ένα τεράστιο μαμούνι με τρυπάει με τον θόρυβο που εκπέμπει το σώμα του, ξέρω πως είναι κάπου κοντά μου αλλά δεν μπορώ να το δω. Η φωνή της κυρίας μου λέει πως είναι brujera και πως θέλει να με βοηθήσει και πως πρέπει να βρω το μαμούνι και να το συνθλίψω με τα χέρια μου γιατί αλλιώς θα με σκοτώσει. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Είμαι απόλυτα τρομοκρατημένος. Κοιτάω γύρω μου για να βρω το μαμούνι. Δεν βλέπω τίποτα αλλά ο ήχος του μαμουνιού είναι τόσο τρομερός που μου σκίζει την ίδια μου την ύπαρξη στα δύο. Σκέφτομαι πως θα πεθάνω. Σκύβω ή κάνω κάτι σαν να σκύβω και κάτι μέσα μου σπάει σαν κλαδάκι και ξαφνικά αντικρύζω μπροστά μου ένα χρωματιστό μαμούνι που μοιάζει με ιπτάμενο ιππόκαμπο ή κάτι τέτοιο. Το κοιτάω στα μάτια κι εκείνο με τρυπάει με τον ήχο του. Αισθάνομαι τα χέρια μου τεράστια και χωρίς να το καταλάβω τεντώνομαι και συνθλίβω το μαμούνι με ένα τεράστιο παλαμάκι. Όταν ξυπνάω είναι απόγευμα και από δίπλα μου είναι η κυρία και με κοιτάει στοργικά. Δεν μπορώ να καταλάβω πόσο χρονών είναι. Η κυρία μου λέει πως όλοι οι άνθρωποι πρέπει να περάσουμε από την κόλαση πολλές φορές στη ζωή για να ξεπληρώσουμε διάφορα. Την ρωτάω εαν πιστεύει στον Διάβολο. Εκείνη γελάει και μου λέει πως πιστεύει μόνο στο πνεύμα και πως χρησιμοποιεί χριστιανικούς όρους μόνο και μόνο για να μου εξηγήσει και για να γίνει κατανοητή μιας και βλέπει πως μεγάλωσα με άχρηστες χριστιανικές δεισιδαιμονίες. Την ρωτάω τι μου έκανε. Μου είπε πως έβγαλε από μέσα μου την γκαντεμιά του σπιτιού μου, μια γκαντεμιά που την κουβαλούσα πάνω μου σαν υπερηφάνεια, σαν παντιέρα. Τώρα το σπίτι μου ήταν ελεύθερο ξανά, όπως κι εγώ ήμουν ελεύθερος ξανά. Ίσως αύριο κάτι καλό να μου συνέβαινε εκεί στο σπίτι. Την άλλη μέρα ξύπνησα και έκατσα σε μια καρέκλα όλη την ημέρα χωρίς να κάνω τίποτα, χωρίς να φάω και χωρίς να πιω. Συλλογίστηκα τη ζωή μου μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια της. Έφτασα στο συμπέρασμα πως η ζωή που έζησα μέχρι τώρα ήταν αδειανή νοήματος. Αισθάνθηκα τόσο άσχημα που έβαλα τα κλάματα. Έκλαψα τόσο πολύ που φοβήθηκα μην πάθω κάτι. Όταν πλέον νύχτωσε και σταμάτησα να κλαίω, άναψα ένα μικρό φως που έχω στο καθιστικό, έπιασα το τηλέφωνο και σχημάτισα έναν ξεχασμένο αριθμό. Η τύχη μου είχε αλλάξει και ο τροχός της ζωής μου είχε κάνει μία πλήρης περιστροφή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου