6.7.12



Πίσω από το περίπτερο, πάνω στη πορτοκαλιά.


"Ρε μαλάκα, ζω ένα αδιέξοδο, έχει και πανσέληνο να πούμε σημερα και θα γίνω μου φαίνεται λυκάνθρωπος να πούμε" είπε ο Ζούπης μισοχαρούμενος, μισολυπημένος.
"Άσε μωρέ μαλάκα να πούμε, γιατί;" είπε ο περιπτεράς.
"Δεν μπορώ να αποφασίσω αν θα πρέπει να πάρω μια καραμπίνα και να αρχίσω να σκοτώνω κοσμάκη ή να πάω σε κανά μοναστήρι να κλειστώ να πούμε να μη βλέπω άνθρωπο" είπε ο Ζούπης.
"Έχετε και μοναστήρια στη Ρουμανία ρε;" είπε ο περιπτεράς.
"Ναι ρε μαλάκα έχουμε να πούμε τι νόμιζες πως είμαστε τίποτα γύφτοι" είπε ο Ζούπης.
"Ξέρω γω να πούμε τι είσαστε εσείς" είπε ο περιπτεράς.
"Πιάσε ρε ένα πακέτο Μάλμπορο" είπε ο Ζούπης.
"Να δω πρώτα το χρήμα και μετά σου πιάνω ότι θέλεις" είπε ο περιπτεράς.
"Ντάξει μωρέ μαλάκα, ντάξει να πούμε, έχω λεφτά" είπε ο Ζούπης και έβγαλε από την μπροστινη τσέπη του παντελονιού του ένα πεντάευρο.
"Ντάξει, ντάξει μαλάκα αλλά μου χρωστάς είκοσι ευρώ έτσι" είπε ο περιπτεράς.
"Κανόνισε μαλάκα να πάρω καμια καραμπίνα και να σου κάνω τη καράφλα χωράφι ε" είπε ο Ζούπης.
"Καλά φάε φασολάδα και πάρε φόρα" είπε ο περιπτεράς.
"Έχω να φάω φασολάδα πολύ καιρό ρε" είπε ο Ζούπης που δεν κατάλαβε το υπονοούμενο μιας και ήταν Ρουμάνος και δεν ήξερε καλά από "ψαγμένα" ελληνικά.
"Και τι τρως ρε μαλάκα να πούμε τι τρως, χαβιάρι τρως;" είπε ο περιπτεράς και γέλασε.
"Άσε μαλάκα, άσε με και ζω ένα αδιέξοδο ρε, ψυχολογικό αδιέξοδο να πούμε" είπε ο Ζούπης και άνοιξε το πακέτο.
"Εγώ μαλάκα Ζούπη αμα ήμουνα στη θέση σου θα γυρνούσα πίσω Ρουμανία να πούμε, εδώ δεν έχει ψωμάκι ρε πια για να τρώτε να πούμε" είπε ο περιπτεράς.
"Βρε δε γαμιέσαι λέω γω να πούμε, πότε έφαγα ψωμάκι να φάω και τώρα ρε μαλάκα στη κωλοχώρα σας να πούμε" είπε ο Ζούπης.
"Λίγα τα λόγια σου μαλάκα Ρουμάνε μη σου κόψω τη πίστωση και μετά θα καπνίζεις τα νύχια της γυναίκας σου μαλάκα ε κανόνισε" είπε ο περιπτεράς.
Ξαφνικά ο Ζούπης έβαλε τα κλάματα και κάτι δάκρυα παχιά πέσανε σε κάτι τσίχλες και σε κάτι πατατάκια και κάνανε ΠΛΑΤ ΠΛΑΤ.
"Τι έπαθες ρε μαλάκα Ζούπη, τι έγινε;" είπε ανήσυχος το περιπτεράς που τον είδε να κλαίει και σκιάχτηκε.
"Με παράτησε ρε μαλάκα η Ζουνίγια ρε μαλάκα με παράτησε να πούμε και βρήκε ένα Αλβανό ρε λαμαρινατζή που έχει και δουλειά καλή ναπούμε και φτιάχνει μπατσοαυτοκίνητα τρακαρισμένα" είπε ο Ζούπης.
"Αλβανό ε;" είπε απογοητευμένος ο περιπτεράς.
"Ναι ρε γάμησε τα ρε" είπε ο Ζούπης.
"Πάρε ρε ένα πακέτο ακόμη, αυτό κερασμένο από μένα, να σου δώσω και ένα πορτοκαλάκι ρε από τη πορτοκαλιά ρε να γλυκαθείς να πούμε" είπε ο περιπτεράς και έκανε μια κίνηση και του έδωσε άλλο ένα πακέτο τσιγάρα.
"Δεν τη θέλω ρε την ελεημοσύνη σου ρε μαλάκα, άστο διάολο και συ να πούμε με το κωλοπερίπτερο σου νομίζεις πως έχεις πιάσει το θεό από τα αρχίδια να πούμε και τη πορτοκαλιά ρε μαλάκα καμιά μέρα θα στη κόψω από το πάτο ρε μαλάκα για να μάθεις και μετά θα τρως πορτοκάλια από το Carrefour μαλάκα ε μαλάκα να δεις τη γλύκα κιόλας" είπε εξοργισμένος ο Ζούπης, έριξε μια ρωχάλα στο τσιμέντο και έφυγε διαολισμένος.
Την άλλη μέρα ο περιπτεράς του έκοψε την πίστωση και την καλημέρα αλλά ο Ζούπης από εκεί συνέχιζε να παίρνει τσιγάρα. Σταθερός πελάτης, όχι μαλακίες. Ο περιπτεράς αγόρασε ένα πίτμπουλ εκπαιδευμένο ειδικά για την πορτοκαλιά πίσω από το περίπτερο, για να του τη φιλάει λέει τη νύχτα μη πάει και τη κόψει το αρχίδι ο Ζούπης. Έτσι εκείνος που τη πλήρωσε τη νύφη ήτανε το κακόμοιρο το πίτμπουλ, όλη νύχτα και όλη μέρα δεμένο πίσω από το περίπτερο πάνω στη πορτοκαλιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου