4.7.12



ΚΑΠΟΥ ΠΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΕΧΕΙ ΦΩΤΑ


"Να με πας κάπου όμορφα" είπε η Καίτη και είπιε μια γουλιά τσάι από βότανα.
"Που θέλεις να πάμε;" είπε ο Κώστας και κατέβασε την εφημερίδα του.
"Δεν ξέρω, κάπου, κάπου που να μην έχει τόσα φώτα" είπε η Καίτη.
"Στην παραλία;" είπε ο Κώστας.
"Το ήξερα" είπε η Καίτη.
"Τι πράγμα;" είπε ο Κώστας και έξυσε το χέρι του αδιάφορα.
"Πάλι θα τη βγάλεις καθαρή με μία παραλία" είπε η Καίτη περιπαιχτικά.
"Που θέλεις να πάμε;" είπε ήρεμος ο Κώστας και την κοίταξε στα μάτια.
"Δεν ξέρω, κάπου που να μην έχει φώτα" είπε η Καίτη.
"Πάμε στο λόφο που σου έλεγα πως άραζα παλιά με τους φίλους μου;" είπε ο Κώστας.
"Δηλαδή ρε Κώστα για να καταλάβω, θα με πας πάλι στη Φορτέτσα, εκεί στο λόφο, πως το λέτε, στο Φεγγάρι, ας γελάσω. Επειδή εσύ άραζες εκεί με τους χαζούς τους φίλους σου σημαίνει πως εμένα μου αρέσει; Έχουμε πάει διακόσιες φορές εξάλλου" είπε η Καίτη εκνευρισμένη τώρα.
"Δεν ξέρω που αλλού να πάμε και να μην έχει φώτα" είπε ο Κώστας.
"Ξέρω εγώ όμως, να πάμε ένα ταξίδι κάπου μακρυά, κάπου που να μην έχουμε ξαναπάει, κάπου σε κάποια έρημο της Αφρικής, κάπου που να μην υπάρχει πολιτισμός, κάπου, κάπου να μπορέσουμε ξανά να επικοινωνήσουμε σαν ζευγάρι" είπε η Καίτη.
"Εννοείς πως δεν επικοινωνούμε πια σαν ζευγάρι;" είπε ο Κώστας έκπληκτος σχεδόν.
"Κώστα, πάρτο χαμπάρι, είσαι ακόμα παιδάκι, δεν μπορείς να με καταλάβεις, δεν μπορείς να καταλάβεις μια γυναίκα, τις ανάγκες της, τα θέλω της, τα πάνω και τα κάτω της" είπε η Καίτη με έντονη φωνή.
"Γιατί το λες αυτό;" είπε ο Κώστας απορημένος.
"Τίποτα δεν ξέρεις Κώστα, τίποτα, είσαι ένα όρθιο πτώμα, όλη μέρα διαβάζεις την εφημεριδούλα σου, τρως το φαγάκι σου και κοιμάσαι τον ύπνο του δικαίου" είπε η Καίτη.
"Δεν καταλαβαίνω τίποτα" είπε ο Κώστας και άφησε την εφημερίδα στον καναπέ δίπλα του.
"Είδες, είδες;" είπε η Καίτη έξαλλη.
"Πάω μια βόλτα" είπε ο Κώστας και σηκώθηκε.
"Στο καλό να πας, αλλά καθώς περπατάς και είσαι σαν την καλή χαρά μέσα στην κοσμάρα σου να θυμηθείς πως έχεις και μια γυναίκα που έχει ανάγκες και θέλω, ανάγκες και θέλω Κώστα, ανάγκες και θέλω" είπε η Καίτη.
    Ο Κώστας έκλεισε την πόρτα πίσω του και κατέβηκε τον όροφο με τα σκαλιά. Περπάτησε λίγα μέτρα μέχρι το περίπτερο, αγόρασε μια σοκολάτα και την έφαγε καθισμένος σε ένα παγκάκι στο πάρκο Γεωργιάδη. Μετά σκέφτηκε να γυρίσει πίσω στο σπίτι. Όταν έφτασε στην εξώπορτα του διαμερίσματος του δεν χτύπησε. Κοιτούσε την ξύλινη μασίφ πόρτα επί ένα ολόκληρο λεπτό. Έκανε μεταβολή και ξανακατέβηκε τον όροφο με τα σκαλιά χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Η φράση κάπου που να μην έχει φώτα επαναλαμβανόταν μέσα στο κεφάλι του και αντηχούσε σε κάθε του βήμα.

1 σχόλιο: