5.7.12





Σνούπυ




"Έπρεπε μόνο να δεις πόσο όμορφα ήταν όταν χιόνιζε έξω από την καλύβα μας" είπε ο Βλάσσης.


"Έλα ρε, ωραία ήτανε;" είπε ο Στάνισλαβ.


"Ναι πολύ ωραία, αν και πρέπει να σκεπάζεσαι με πολλές κουβέρτες γιατί κάνεις πολύ κρύο" είπε ο Βλάσσης.


"Nαι γάμησε τα" είπε ο Στάνισλαβ.


"Σε φάσεις βέβαια μου λείπει το παλιό μου σπίτι στην πόλη έτσι μη λέμε και μαλακίες τώρα" είπε ο Βλάσσης.


"Άσε ρε μαλάκα τώρα, η πόλη είναι σκατά ρε μαλάκα, έχω πήξει ρε μαλάκα όλη μέρα μέσα στο σπίτι είμαι και κοιτάω μια οθόνη να πούμε" είπε απογοητευμένος ο Στάνισλαβ.


"Μαλάκα έχω προβλήματα με τη γυναίκα ε" είπε ο Βλάσσης.


"Τι ρε μαλάκα;" είπε ο Στάνισλαβ.


"Ε μαλακίες νομίζω πως με απατάει ρε μαλάκα" είπε ο Βλάσσης.


"Σώπα ρε μαλάκα, ξέρεις με ποιον ρε μαλάκα;" είπε ο Στάνισλαβ.


"Έχω κάτι υποψίες ρε μαλάκα αλλά δεν θέλω να το σκέφτομαι γιατί ανατριχιάζω ρε μαλάκα"¨είπε ο Βλάσσης.


"Για πες ρε μαλάκα, πες ρε μαλάκα" είπε ο Στάνισλαβ και άναψε τσιγάρο. Έδωσε ένα και στο Βλάσση που το είχε άμεση ανάγκη. Ο Βλάσσης το πήρε.


"Μαλάκα Στάνι, άμα σου πω τι υποψιάζομαι θα τρελαθείς μαλάκα" είπε ο Βλάσσης.


"Ε τι ρε μαλάκα λέγε ρε μαλάκα" είπε ανυπόμονα ο Στάνισλαβ.


"Μαλάκα μια νύχτα που γυρνούσα από το νυχτερινό μου πιώμα από το καφενείο, πάω να μπω στη καλύβα να πούμε και άκουσα απέξω κάτι βογκητά ρε μαλάκα της γυναίκας μου ρε. Τρελαίνομαι αλλά κρατάω την ψυχραιμία μου και λέω θα περιμένω ρε μαλάκα να τον τσακώσω το πούστη το κερατά όταν θα βγαίνει από την καλύβα και θα τον νε κάνω μπαούλο ρε στο ξύλο το πούστη ρε" είπε ο Βλάσσης και πήρε μια βαριά τζούρα από το τσιγάρο.


"Ε και τι έγινε, τον έπιασες το πούστη;;;" είπε ο Στάνισλαβ ανυπόμονος.


"Μαλάκα Στάνι, ένα θα σου πω, περίμενα μία ολόκληρη ώρα απέξω ρε μαλάκα αλλά δεν βγήκε ψυχή γεννημένη ρε, ψυχή γεννημένη σου λέω" είπε με τρελαμένο βλέμμα ο Βλάσσης.


"Τι λες ρε μαλάκα! Και τι υποψιάζεσαι δηλαδή; Έβαζε η γυναίκα σου δαχτυλάκι ή κάτι τέτοιο και βογκούσε μόνη της ρε μαλάκα;" είπε ο Στάνισλάβ.


"Όχι. Μακάρι να ήταν έτσι ρε μαλάκα, μακάρι" είπε ο Βλάσσης σαν κλαμμένο μουνί.


"Δεν καταλαβαίνω τίποτα ρε μαλάκα" είπε ο Στάνισλάβ.


"Ο σκύλος ρε μαλάκα, ο σκύλος, ο Σνούπι μας ρε μαλάκα. Περίμενα μαλάκα να δω ποιος θα βγει από τη καλύβα και βγήκε ο σκύλος ρε μαλάκα με τη πούτσα καβλωμένη και πρησμένη σα μελιτζάνα ρε και να αλυχτάει ρε μαλάκα το σκυλί σαν δαιμονισμένο ρε. Το βίασε ρε μαλάκα σου λέω το βίασε η πουτάνα η γυναίκα μου ρε το Σνούπυ μας ρε μαλάκα! Και τι να κάνω ρε μαλάκα τι να κάνω ρε το λυπήθηκα ρε το σκυλί ρε μαλάκα το λυπήθηκα ρε" είπε και έβαλε τα κλάματα ο Βλάσσης και του έπεσε και το τσιγάρο από το χέρι.


"Τι λες ρε μαλάκα Βλάσση! Δεν γίνονται αυτά ρε μαλάκα Βλάσση, δεν γίνονται να πούμε αυτά. Ιδέα σου είναι ρε μαλάκα, ιδέα σου είναι ρε ξεκόλα ρε, πιωμένος ήσουν ρε μαλάκα να πούμε ρε γι' αυτό ρε!" είπε ο Στάνισλαβ και έβαλε τα γέλια λίγο μαγκωμένος και χτύπησε φιλικά το Βλάσση στη πλάτη.






Ο Στάνισλαβ έφυγε από το καφενείο τρέχωντας και μπήκε στο σπίτι του ιδρωμένος. Η γυναίκα του κοιμόταν μόνη στο κρεβάτι. Το σκυλί τους, ο Πίπης, κοιμόταν του καλού καιρού στη κουζίνα. Ο Στάνισλαβ το άρπαξε, άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και πέταξε με δύναμη το σκυλί στο κενό. Ακούστηκε μόνο ένα ΠΑΦ. Ο Στάνισλαβ έπεσε δίπλα στη γυναίκα του και την αγκάλιασε με περίσσια θέρμη μετά από πολύ καιρό. Το πρωί της είπε πως μάλλον ο Πίπης αυτοκτόνησε γιατί δεν άντεχε άλλο τη ζωή μέσα στο διαμέρισμα τους και εκείνη έκλαψε και εκείνος της πρότεινε να πάνε να μείνουνε πουθενά πιο έξω, κάπου που να έχει πιο πολλά δέντρα και τα ρέστα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου