2.12.12






Στα κρυφά





Οι μπότες ήταν ένα νούμερο μικρότερες και την χτυπούσαν στα μπροστινά μεγάλα δάχτυλα, μέχρι την άλλη μέρα την πονούσαν. Τα μισά χόρτα ήταν ξερά και τα άλλα μισά πράσινα. Οι βέργες ήταν τόσο παγωμένες και αμέσως έβγαλε δύο φούσκες στα χέρια. Έφυγε από τη δουλειά και μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο του πατέρα της και ήταν πολύ ζεστά εκεί μέσα. Παντού υπήρχαν σκόρπια λευκά χαρτιά στο ταμπλώ και το αυτοκίνητο ήταν ένα Φίατ Uno πράσινο. Άνοιξε το ντουλαπάκι και βρήκε μέσα ένα ξύλινο σταυρουλάκι, μια άδεια θήκη γυαλιών, άδεια κυκλοφορίας, κάτι κλειδιά που έγραφαν ΣΠΙΤΙ-ΧΩΡΙΟ με στυλό μπλε, ψίχουλα, έναν αναπτήρα που δεν άναβε και έγραφε ΣΠΑΝΟΣ-ΧΡΩΜΑΤΑ και κάτι χαρτιά που δεν ήξερε τι είναι αλλά ήταν βρώμικα. Άναψε ένα τσιγάρο από το πακέτο Μάρλμπορο Gold του πατέρα της που το είχε ξεχάσει με τον αναπτήρα του αυτοκινήτου. Κοιτούσε κλεφτά να δει αν έρχεται κανείς. Πόνεσε στο μπούτι και φοβήθηκε αλλά της πέρασε. Έκανε θόρυβο με το λαιμό της και γέλασε γιατί της θύμισε μια ταινία ιταλική που είχε δει παλιά στη ΝΕΤ αλλά δεν ήξερε τον τίτλο. Κάποιος ερχόταν και άκουγε το χριτς χριτς από τα χόρτα. Έσβησε το τσιγάρο στο χέρι της και το μετάνειωσε γιατί πόνεσε πάρα πολύ. Πέταξε το τσιγάρο στο πατάκι του οδηγού και το πάτησε. Βγήκε έξω και είπε πως όλα ήταν καλά και κρατούσε το χέρι της. Πήγαν μαζί πίσω και κοίταξε το σημάδι και σκέφτηκε πως ήταν ηλίθια που έσβησε το τσιγάρο στο χέρι της ενώ θα μπορούσε απλά να το πετάξει κάπου. Ο πατέρας της της είπε αν ήθελε τίποτα να φάει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου