10.2.13


Το μικρό σπίτι στο λιμάνι

    Ήτανε τρομερά καυλωμένος και σχεδόν χλιμίντριζε σαν επιβήτορας από την καύλα ο Παυλής. Καλοκαίρι βλέπεις και ακόμα και οι μύγες ήτανε γεμάτες με σπέρμα και θέλανε να ξαλαφρώσουνε κι αυτές και μας πρίζανε τα χαλαμπαλίκια με τα ζουζουνίσματα τους συνέχεια.
    Το παλικάρι μας λοιπόν, ο Παυλής, σκέφτηκε να πάει να πηδήξει στο μπουρδελάκι το πρώτο όπως πας για την παραλιακή, εκεί στα ξενυχτάδικα, τέρμα Γιαμαλάκη, εκείνο που βλέπει θάλασσα και είναι πάντα αναμμένο το φωτάκι του άσπρο.
    Ο Παυλής ήτανε υπάλληλος στην Δ.Ε.Υ.Α.Η. και έπιανε δουλειά στις 8 κάθε μέρα το πρωί. Έπιασε λοιπόν ο αθεόφοβος καβλάντης και ξύπνησε σαν καλό παιδί από τις έξι, ήπιε καφέ, έκανε τσιγαρούμπα στριφτή μερακλίδικη και μπήκε στο Φιατάκι το πούντο το ξεχαρβαλωμένο του, 2001 μοντέλο, να πάει να γαμήσει ο άνθρωπος γιατί ο μήν αντέχων άλλο πια κάτι πρέπει να πηδήσει (sic) που θα λέγανε και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, που σιγά να μην το λέγανε έτσι αλλά τέλος πάντων, το ζουμί το καταλάβατε.
    Φυσικά ο Παυλής δεν ήτανε παντρεμένος και φυσικά δεν είχε γκόμενα ή γυναίκα ή δεσμό ή όπως αλλιώς το λένε, κι έτσι αναγκαζόταν συχνά πυκνά να επισκέφτεται τα ταπεινά, αλλά διόλου ευκαταφρόνητα, μπουρδέλα του Ηρακλείου. Το έκανε με σύστημα κυκλικό. Ξεκινούσε από Άγιο Μηνά μπουρδέλο νούμερο 1, Άγιο Μηνά μπουρδέλο νούμερο 2, μετά πήγαινε Χανιόπορτα, 62 Μαρτύρων, Αλικαρνασσό (αυτό είναι καινούριο σχετικά και πολλοί ίσως να μην το γνωρίζουν) και μετά έπιανε λιμάνι. Όταν άλλαζε ο μήνας άλλαζε και ο κύκλος των επισκέψεων και πάει λέγοντας.
    Γενικώς ο Παυλής δεν ήταν και πολύ των κοινωνικών συναναστροφών και έτσι δεν το είχε πολύ με τις γυναίκες, τις γνωριμίες, τα καλοπιάσματα και τα παιχνιδίσματα των κοινών θνητών και των επίδοξων εραστών γενικότερα.  Ήτανε κάπως απότομος, μπαραμπάκος, αθυρόστομος, ανυπόμονος, ατσούμπαλος, χαρμπαγιάγκαλος και άσχημος σαν γοριλάκι μέσα στην υγρασία της ζούγκλας και τη λάσπη.
    Ντάξει, μπορεί να υπερβάλω λίγο για την εμφάνιση του, αλλά παίρνετε μία ιδέα, ο Παυλής δεν ήτανε και κανένας ομορφονιός τέλος πάντων και άλλωστε δεν του το επέτρεπε και η ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του μιας και ο κύριος Παυλής θεωρούσε τον εαυτό του σούπερ μεγάλο και τρανό συγγραφέα που δεν σήκωνε πολλά, πολλά στο σπαθί του και έτσι και του την έμπαινες περίεργα και του έλεγες για γλύκες και παστρικά κολπάκια για μουνόδουλους ζελεδάκιδες, αμέσως τσινούσε σαν τούρκικο γέρικο μουλάρι στην ανηφόρα.
    Έφτασε στην ώρα του. Εφτά ακριβώς περίμενε έξω από την πόρτα δίπλα από τον μεγάλο δρόμο που είχε το όνομα κάποιου Σοφοκλή Βενιζέλου. Χτύπησε το κουδουνάκι και με συρτά βήματα ήρθε η τσατσά και του άνοιξε με χαμόγελο.
    «Μωρέ μπράβο, πρωινός, πρωινός ε;» είπε η τσατσά που έμοιαζε να είναι βγαλμένη από κάποιο παραμύθι του Άντερσεν αλλά στο πιο αστικό και στο πιο free λούμπεν κυράτσα.
    «Μπορώ να περάσω;»
    «Ναι πασά μου, περίμενε λίγο, τώρα έρχεται και η κοπέλα, στο δρόμο είναι, ήρθες πολύ πρωί βλέπεις» είπε η τσατσά και του έδειξε να κάτσει κάτω από κάτι φώτα black light σε μία πλαστική καρέκλα δίπλα από ένα τραπεζάκι με σεμεδάκι πλεχτό.
    Ο Παυλής άναψε τσιγαρούμπα και άρχισε να κοιτάει το κενό, μία από τις πολλές του ειδικότητες. Άρχισε να φαντασιώνεται ξασπρισμένες σούφρες που λαμπυρίζουν πνιγμένες στο black light και παρελαύνουν από μπροστά του ρυθμικά και με κέφι.
    «Καφεδάκι να κάνω;» ρώτησε η γριά από μέσα από το κουζινάκι.
    «Ε..ξέρω γω..μόλις ήπια στο σπίτι» είπε ο Παυλής.
    «Να κεράσω τουλάχιστον κουλουράκι; Εγώ τα φτιάχνω, σπιτικά είναι, όχι αγοραστά, με συσαμάκι».
    «Ναι, ντάξει».
    Του έφερε πέντε λαδερά κουλουράκια με σουσάμι σε ένα πιάτο και του τα άφησε με χαρτοπετσέτα και νερό στο τραπεζάκι.
    Ο Παυλής άρχισε να μασουλάει κουλουράκι και του πέφτανε τα σουσάμια στα μπούτια.
    «Η κοπέλα είναι πολύ καλή, καινούρια είναι, Ρουμάνα, προχτές τη φέραμε, είναι φρέσκια φρέσκια, μπουμπουκάκι είναι» είπε η γριά και άναψε τσιγάρο. Ήταν καθισμένη απέναντι από τον Παυλή σε μία άλλη πλαστική καρέκλα και δεν είχε καμία έκφραση στο πρόσωπο της. Κι εκείνη φαινόταν να είναι πρωταθλήτρια στο να κοιτάζει το κενό και το τίποτα.
    «Τριάντα έτσι;»
    «Ναι»
    Ο Παυλής έβγαλε την γκαγκανιασμένη πορτοφόλα του από την κωλότσεπη και πλήρωσε με ένα εικοσάρικο και ένα δεκάρικο. Η τσατσά τα πήρε και τα έβαλε σε μία τσέπη στο παντελόνι της.  Κάποτε πρέπει να ήταν όμορφη αλλά πλέον έμοιαζε περισσότερο με έπιπλο παρά με γυναίκα.
    «Άμα αρχίσει να φωνάζει τίποτα περίεργα η άλλη μη φοβηθείς, έτσι το κάνει γιατί είναι προληπτική» είπε η γριά.
    «Τι δηλαδή;» είπε απορρημένος ο Παυλής.
    «Ε θα δεις, δεν είναι τίποτα, μπορεί να σου αρέσει κιόλας».
    Ο Παυλής ψιλοξενέρωσε αλλά δεν μπορούσε να φύγει τώρα. Τα είχε σκάσει τα γκαφρά και πλέον ήταν αργά για πισωγυρίσματα. Άσε που είχε και κάτι γκαβλωμάρες τριφασικές και πως θα πήγαινε στη δουλειά έτσι δεν γινόταν, όλοι θα τον κοιτούσαν στο πουλί και τελικά θα αναγκαζόταν να τραβήξει καμιά σιχαμένη μαλακία στην τουαλέτα και δεν γούσταρε να πέσει τόσο επίπεδο σήμερα.
    Η κοπέλα ήρθε μετά από λίγο και ήταν πολύ καλή. Κοντούλα, άσπρο δέρμα, με μεγάλα βυζιά και όμορφο πρόσωπο. Μιλούσε Ρουμάνικα με τη γριά. Δεν ήξερε ελληνικά μάλλον.
    Η γριά του έκανε νόημα να μπει στην μικρή κάμαρη.
    Η κοπέλα τον κοίταξε και του χαμογέλασε. Πήγε να αλλάξει κι εκείνη.
    Ο Παυλής μπήκε μέσα και έκατσε στο κρεβάτι που αμέσως έτριξε. Έριξε μία ματιά στο χώρο. Δεν είχε αλλάξει τίποτα. Όλα ήταν στη θέση τους. Το διπλό κρεβάτι-καριόλα, η μικρή τηλεόραση που έπαιζε τσόντα από τις αρχές του ’90 και όλοι ήταν με την τρίχα κάγκελο, άντρες-γυναίκες, το αναμμένο στο φουλ ερ κοντίσιον, η μυρωδιά του χώρου που θύμιζε πετιμέζι και αεροξόλ μαζί (συνδιασμός φτυνού αρωματικού που υπάρχει μόνο στα μπουρδέλα και επίσης είναι πολύ καβλωτικός), ένα κομοδίνο απροσδιορίστου χρώματος και υλικού, ένας νιπτήρας, καθρέπτης και ένα μεγάλο ρολό χαρτί κουζίνας κρεμασμένο πάνω από τον καθρέπτη και να χάσκει σαν απειλητική γλώσσα κάποιου μυθικού τέρατος που ζει σε σπηλειά και περιμένει να πλύνεις τα τέτοια σου για να στα φάει.
    Μέσα στην κάμαρη έκανε ψωλόκρυο. Κάποιος είχε ξεχάσει τον κλιματισμό στο τέρμα εδώ και κάτι ώρες και ήτανε σαν κατάψυξη το δωματιάκι. Ντάξει ήτανε καλοκαίρι αλλά ο Παυλής άρχισε να αισθάνεται πως ήταν έτοιμος να γαμήσει καμια Εσκιμώα σε ιγκλού και κάπου θα ήτανε κρυμμένος και α άντρας της ο Εσκιμώος να τραβάει μαλακία.
    Άρχισε να παίζει το πουλί του μόνος του για να ζεσταθεί. Έριχνε που και που καμιά ματιά προς την τηλεόραση μπας και καβλώσει με την τσόντα-αντίκα αλλά δεν συνέβαινε τίποτα, αυτό το γαμημένο το ερ κοντίσιον ήτανε τέρμα και πάγωνε το σύμπαν, την ψωλή του και τα εγκεφαλικά του κύτταρα.
    «Συγνώμη, μπορείς να χαμηλώσεις λίγο τον κλιματισμό, το έχω δαγκώσει» είπε ο Παυλής στην γριά με το κεφάλι του απέξω από την πόρτα της κάμαρας. Εκείνη είπε ναι μανάρι μου κανένα πρόβλημα, θα το έκλεινε τελείως.
    Η κοπέλα μπήκε μέσα και δεν είπε τίποτα παρά μόνο χαμογελούσε. Ήταν όμορφη αλλά είχε ένα βλέμμα λιγάκι τρελιάρικο και παρανοϊκό κάπως. Φορούσε ένα σέξι εσώρουχο με δαντέλα και σουτιέν επίσης με δαντέλα, μαύρο, ψιλοτάκουνα και κάτι σαν ζαρτιέρες αλλά πιο γαμάτες. Πλησίασε τον παγωμένο Παυλή που καθόταν σαν ξύλο δίπλα από το μαξιλάρι και έτριβε το πουλί του σαν παιδάκι που το βάλανε τιμωρία και είναι έτοιμο να κλάψει.
    Έκατσε πάνω του και εκείνος άρχισε να πιπιλάει τις βυζάρες της που ήταν μεγάλες σαν πεπονάκια. Τον άρχισε στις πίπες. Η κοπέλα έβγαζε έναν περίεργο ήχο από το στόμα της καθώς τον πίπωνε, ένα πράμα σαν να μάρσαρε και μετά να φρέναρε, κάτι που ακουγότανε σαν βσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσουυυυυυυυυν και μετά ιχχχχχχχχχχχχχκκκκκκκκκκκκκκκλλλλλλλλλλλλλ. Η πίπα πάντως ήταν πολύ καλή, αν εξαιρούσες τα ηχητικά εφέ. Μπορεί να έφταιγε η καπότα, σκέφτηκε.
    Ο Παυλής κόντεψε να τελειώσει και της έκανε νόημα να σταματήσει. Εκείνη το πήρε πρέφα και ανέβηκε πάνω του αρπάζοντας του το καβλί σαν να ήταν τηλέφωνο ντουζιέρας. Εκείνος άραξε πίσω στα μαξιλάρια και περίμενε την μαγική στιγμή της διείσδυσης. Δεν πρόλαβε όμως να ακουμπήσει με το χέρι της το πέος του και να το βάλει μέσα της και η γκόμενα άρχισε να ουρλιάζει μανιασμένα σε σπαστά ελληνικά (σαν κάποιος να τις έκοβε τα αυτιά με ξυράφι έκανε):
ΛΑΖΑΡΕ, ΜΠΕΚΑ ΜΕΣΑ!!
ΛΑΖΑΑΑΡΕΕΕΕ ΜΠΕΕΕΚΑ ΜΕΣΑΑΑΑΑΑ!!!
ΛΑΑΑΑΖΖΖΖΑΑΑΑΡΡΡΕΕΕΕΕ ΜΠΠΠΠΠΕΕΕΕΚΚΚΚΑΑΑ ΜΜΜΜΕΕΕΕΣΣΣΑΑΑΑΑΑΑ!!!!
    Ο κακομοίρης ο Παυλής δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Φυσικά η κοπέλα τον είχε πάρει μέσα της αλλά πλέον του είχε πέσει προ πολλού, μετά από όλα αυτά τα ουρλιαχτά με τον Λάζαρο και τα ρέστα του. Και δεν έφτανε αυτό, εκείνη τη στιγμή άνοιξε την πόρτα η τσατσά χωρίς να χτυπήσει και τους ρώτησε:
    «Όλα καλά;»
    Σαν να μην τρέχει τίποτα. Όλα μέλι γάλα γαμώ το θεό μου γαμώ, σκέφτηκε ο Παυλής που το μόνο που ήθελε ήτανε να ρίξει έναν πρωινό πούτσο και να πάει χαρούμενος στη δουλειά του.
    Μετά από λίγο, που του Παυλή του είχε πέσει, καθόντουσαν μαζί με την κοπέλα και καπνίζανε κοιτάζοντας το ταβάνι. Εκείνη δεν μιλούσε γρι Ελληνικά, πέρα από το Λάζαρε μπέκα μέσα, και παρέμεναν σιωπηλοί. Ο Παυλής έκλαιγε τα τριάντα του ευρώπουλα και σκεφτόταν γιατί ήτανε τόσο γκαντέμης.
    Ευτυχώς εκείνη του έπιασε πάλι τον πούτσο και άρχισε να του τον ταρακουνάει χαμογελώντας. Στο τέλος ο Παυλής  της έριξε έναν γρήγορο παραδοσιακό, που και πάλι, τη στιγμή της διείσδησης είχαμε πάλι τα ίδια ντράβαλα και ουρλιαχτά με τον πούστη το Λάζαρο τον μπέκα μέσα, αλλά ο Παυλής πείσμωσε και της έκλεισε με το χέρι το στόμα και έχυσε επιτέλους σαν άνθρωπος.
    Στο τέλος ο Παυλής ρώτησε τη γριά τι καραγκιοζιλίκια ήτανε αυτά.
    «Ε τι να σου πω, η καθεμία έχει και τις παραξενιές της».
    «Ναι, αλλά κόντεψα να μείνω στο τόπο από τη τρομάρα μου» είπε ο Παυλής.
    «Το έχει για γούρι λέει για να μην κολλήσει καμιά αρρώστεια μωρέ».
   «Δεν πάμε καλά»
   «Και να φανταστείς πως το έμαθε ειδικά στα ελληνικά επείδή είναι στην Ελλάδα. Λάζαρε μπέκα μέσα» είπε η γριά γελώντας ένα χλεμπονιάρικο γελάκι.
   «Έλα και αύριο και θα σε κεράσω εγώ έναν τσαμπέ» είπε η γριά και ο Παυλής αναρωτήθηκε εαν εννούσε πως θα του καθόταν η γριά τσάμπα.
    «Καλά θα δούμε, πάντως έχει φοβερά βυζιά» είπε ο Παυλής.
    «Βυζάρες» είπε η γριά.
    Ο Παυλής την έκανε από εκεί μέσα και μπήκε στο Φιατάκι του το πούντο, μοντέλο 2001 και πήγε εκεί που ήτανε να πάει. Την άλλη βδομάδα πάλι. Τι να κάνουμε, τις γούσταρε τις πουτάνες ο καψερός κι ας ήτανε σκέτο ρίσκο η δουλειά.
    

@SteliosPapagri

                                                                μπλογκάρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου