21.3.13



Ο καλύτερος συγγραφέας του κόσμου

    «Ο φόβος τρώει το 50% της ημέρας σας παλιοκουράδες» είπε ο Κοβαλένκο μπροστά στους ακροατές. Είχανε μαζευτεί καμιά πεντακοσαριά άτομα μέσα στο αμφιθέατρο για να τον ακούσουν.
    ΑΣΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!!! Κάποιος ούρλιαξε και όλοι γελάσανε. Ήταν μία ωραία ατμόσφαιρα εκεί μέσα. Θύμιζε σαλούν και όχι αμφιθέατρο πανεπιστημίου.
    Διάβασε δύο σύντομες ιστορίες. Κάποιος από το ακροατήριο φώναξε:
    ΒΑΡΙΕΜΑΙ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ! ΤΙ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΕΣ!
    «Δεν γουστάρω τη φάτσα σου μικρέ, θα σε σκίσω μετά έξω» είπε ο Κοβαλένκο στο μικρόφωνο. Το ακροατήριο γέλασε και μερικοί σφύριξαν. Κάποιος του έφερε ένα μπουκάλι μπύρα μεγάλο και παγωμένο. Έστριψε τσιγάρο και ήπιε μία γουλιά μπύρα. Κάποιος φώναξε

    ΤΕΛΕΙΩΝΕ ΡΕ, ΔΙΑΒΑΣΕ ΚΑΤΙ ΚΑΛΟ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!
    «Η ψυχή μου έχει ανάγκη από μπύρα. Ποτίζω τη ψυχή μου με μπύρα» είπε ο Κοβαλένκο.
    ΑΣΕ ΡΕ!! ΜΠΕΚΡΑΑ!! Φωνάξανε από το ακροατήριο.
    Τον είχαν φωνάξει στο πανεπιστήμιο να διαβάσει τις ιστορίες του στους φοιτητές του φιλοσοφικού στο Ρέθυμνο. Εκείνος ο τύπος ο Μιχάλης Καδιανάκης του τα είχε πρήξει στο τηλέφωνο. Η αμοιβή ήταν 300 ευρώ. Φυσικά και πήγε, δεν είχε φράγκο αυτή την περίοδο. Η γυναίκα του Καδιανάκη ήταν πολύ ωραίο μωρό, πιο μικρή από τον Μιχάλη γύρω στα τέσσερα χρόνια. Επίσης εκείνη έπινε πιο πολύ από το Μιχάλη που ήταν πιο διανοούμενος αλλά καλό παιδί και καθηγητής φιλολογίας στο Ρέθυμνο.
    «Μωρό μου θα κάνουμε κόντρα» της είπε ο Κοβαλένκο.
    «Κώστα είσαι πολύ χοντρός και άσχημος αλλά μου αρέσεις, έχεις παράξενο και ευγενικό πρόσωπο, μου βγάζεις κάτι το καλό» είπε η Μπιάνκα, η γυναίκα του Μιχάλη. Ήταν από τη Βενεζουέλα αλλά ήταν χρόνια στην Κρήτη.
    «Και εσύ μωρό μου έχεις χοντρό κώλο αλλά σε γουστάρω» είπε ο Κοβαλένκο.
   Γελάσανε. Ήταν στο σπίτι του Καδιανάκη όλοι μαζί, λίγο πριν από την «διάλεξη» του Κοβαλένκο. Αρχίσανε να πίνουν μπύρες και όλοι κάπνιζαν σαν φουγάρα. Μίλησαν για λογοτεχνία και ο Κοβαλένκο άρχισε να βαριέται γιατί τους περισσότερους λογοτέχνες δεν τους πολυγούσταρε, του φαίνονταν ανιαροί.
     «Έχεις διαβάσει Σολ Μπέλοου;» είπε ο Μιχάλης.
     «Ναι» είπε ο Κοβαλένκο.
     «Είναι πολύ καλός».
     «Τον βαριέμαι».
    «Τι νομίζεις ότι είσαι;» είπε ένας μαλλιάς φοιτητής με επιθετικό ήφος και μπλουζάκι Dream Theater που προφανώς του άρεσε ο Σολ Μπέλοου.
    «Είμαι αυτός που θα σου χτυπήσει το κωλαράκι με τη μπότα του» είπε ο Κοβαλένκο. Ο φοιτητής του έκανε κωλοδάχτυλο και όλοι γέλασαν. Ήταν μία ωραία ατμόσφαιρα. Η διάλεξη θα ήταν ακόμα πιο ωραία. Το στομάχι του Κοβαλένκο ήταν χάλια και είχε άγχος.
    Ήταν ήδη μεθυσμένος. Έμοιαζε με ξεμαλλιασμένη αρκούδα. Το μαλλί του ήταν σαν θάμνος και είχε μεγάλη κοιλιά. Ήταν 45 χρονών και επισήμως άνεργος. Είχε εκδόσει ένα βιβλίο και τα υπόλοιπα τα έβγαζε μόνος του από το ίντερνετ μόνο γιατί δεν υπήρχαν λεφτά για κανονικές εκδόσεις. Οι περισσότεροι δεν τον γούσταραν. Ο Καδιανάκης του είχει πει πως η διάλεξη που θα έδινε στο αμφοθέατρο ήταν κάτι σαν πείραμα, μία ματιά στην αντίδραση των φοιτητικών μαζών της φιλοσοφικής σχολής στην λούμπεν λογοτεχνία του.
    «Δεν  με νοιάζουν αυτά. Τα λεφτά μου θα τα πάρω;» είχε πει ο Κοβαλένκο στο τηλέφωνο.
    «Μα φυσικά, 300 ευρώ και όλα τα έξοδα πληρωμένα» είπε ο Καδιανάκης.
    «Είμαι το πειραματόζωο σου λοιπόν» είπε ο Κοβαλένκο και κλείσανε ώρα και μέρα.
    Πήρε το αυτοκίνητο και εκτύπωσε καμιά δεκαριά ιστορίες. Ήθελε να διαβάσει και μερικά ποιήματα αλλά τελευταία στιγμή το μετάνοιωσε και δεν τα πήρε μαζί του. Τα ποιήματα τα γούσταρε πιο πολύ από τις ιστορίες. Δεν ήθελε όμως να τον λένε ποιητή, σιχαινόταν τον όρο.
    Είχαν μαζευτεί στο πίσω δωματιο του αμφιθεάτρου και περίμεναν να μαζευτεί ο κόσμος.
   «Η ζωή μου είναι σκατά. Πρέπει πάντα να κάνω αυτό που δεν θέλω» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Έχεις αγωνία αυτό είναι όλο» είπε η Μπιάνκα και του έδωσε ένα μπουκάλι μπύρα.
    «Μην ανυσηχείς, το ακροατήριο θα είναι ΟΚ» είπε ο Καδιανάκης χωρίς να πείθει κανέναν.
    Ο Κοβαλένκο σηκώθηκε και πήγε και ξέρασε στην τουαλέτα.
    Μια ζωή γεμάτη ταλαιπωρία. Σκεφτόταν τα 300 ευρώ. Τι γύρευε εκεί δεν ήξερε. Τι σκατά θα έλεγε σε όλους αυτούς του φοιτητές; Δεν είχε τίποτα να τους πει. Ξέρασε λίγο ακόμα.
    Γύρισε στη θέση του και κάποιος τους ενημέρωσε πως όλα ήταν έτοιμα και έπρεπε να βγει να διαβάσει.
    «Κάπως έτσι πρέπει να αισθανόταν και η Ιωάννα της Λωραίνης όταν την καίγανε στη πυρά τα καριόλα οι Γάλλοι» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Κώστα είσαι θρήσκος;» είπε ο Καδιανάκης.
    «Καδιανάκη θα σου γαμήσω τη γυναίκα» είπε ο Κοβαλένκο καθώς κατεβαίνανε τα σκαλιά και μπαίνανε στην αίθουσα του αμφιθεάτρου.
    Κάποιος είπε το όνομα του στο μικρόφωνο. Κάποιοι χειροκρότησαν άλλοι φώναζαν βρισιές και γελούσαν. Της πουτάνας. Κάποιοι από μία αριστερή οργάνωση φώναζε συνθήματα κατά της κυβέρνησης. Ότινάναι.
    «Παρακαλώ τα κουμμούνια να βγουν έξω» είπε ο Κοβαλένκο στο μικρόφωνο. Δεν ήταν η καλύτερη αρχή.
    Έγινε χαμός. Έπεσε ξύλο μεταξύ των φοιτητών. Ένα μπουκάλι πέρασε ξυστά από το κεφάλι του Κοβαλένκο. Κάποιοι κατάφεραν να τους βγάλουν έξω μαζί με τα πανώ τους που γράφανε διάφορες μαλακίες.
    «Όχι άλλο πολιτική, θα ξεράσω» είπε ο Κοβαλένκο. Κάποιοι χειροκρότησαν και σφύριξαν.
    «Κρατήστε τις δυνάμεις σας για μετά, θα γίνει χαμός με την πρώτη ιστορία μου» είπε ο Κοβαλένκο και κατέβασε μονορούφι μισό μπουκάλι μπύρα. Άναψε τσιγάρο. Το στόμα του ήταν παντόφλα από την αγωνία. Πρώτη φορά διάβαζε σε κοινό.
    Ξεκίνησε να διαβάζει την ιστορία με τίτλο Σάπιο άντερο στην κόλαση. Κάποιοι γέλασαν και κάποιοι άλλοι χασμουριόντουσαν.
    «Μην σε ξαναδώ να χασμουριέσαι, σε έχω σταμπάρει» είπε ο Κοβαλένκο και έδειξε με το χέρι έναν φοιτητή.
    «Άντε ρε γαμήσου!!!» ακούστηκαν φωνές από κάτω.
    Γέλια και πάλι. Ο Κοβαλένκο άρχισε να αισθάνεται σαν κλόουν.
    «Χαίρομαι που σας κάνω να γελάτε. Πληρώνομαι γι’ αυτό από το πανεπιστήμιο σας. Σας κόβουν λέει από το φαγητό για να ακούτε τις μαλακίες μου» είπε ο Κοβαλένκο.
   Έγινε χαμός. Τους άρεσε αυτό. Χειροκρότημα. Δεν την πάλευαν και πολύ οι φοιτητές. Δεν ήξεραν γιατί χειροκροτούσαν. Έψαχναν κι εκείνοι διέξοδο από τα μαθήματα και την ηλίθια καθημερινότητα που τους σκότωνε αργά και βασανιστικά.
    Διάβασε μερικές άλλες ιστορίες. Νταβατζής πολυτελείας, Ανοιχτό κωλαράκι, Δεν βρίσκω γκόμενα με λεφτά και κλαίω τις νύχτες, Ο Κόμης Δράκουλας και το ματωμένο πέος του, Άλλη μια νύχτα στο βούρκο.
    «Άρχισα να σας βαριέμαι» είπε ο Κοβαλένκο.
    ΑΝΤΕ ΡΕ ΓΑΜΗΣΟΥ ΡΕ ΔΙΑΒΑΣΕ ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΗ ΜΑΛΑΚΙΑ!!! Ακούστηκε από το βάθος.
    «Ήρθε η ώρα να πληρωθώ. Εσένα θα σε πετύχω έξω και θα σε ρίξω νοκ άουτ με μία μπουνιά στα μουτσούνια, πρόσεξε καλά, δεν με ξέρεις καλά, είμαι σε πολύ καλή φόρμα» είπε ο Κοβαλένκο και σηκώθηκε. Κάποιοι χειροκρότησαν και άλλοι φώναζαν διάφορες βρισιές. Οι φοιτητές ήταν καλοί στις βρισιές. Κάποιος πέταξε ένα μαρούλι και το έφαγε η Μπιάνκα στο κεφάλι. Κι άλλα γέλια.
    Ο Καδιανάκης ανέβηκε στο έδρανο και αποφώνησε τον Κοβαλένκο. Κάποιοι πέταξαν άδεια κουτάκια μπύρας. Πήρανε όλοι το δρόμο για το σπίτι.
    Συνολικά διάβασε δύο ώρες και πληρώθηκε γι’ αυτό 300 ευρώ. Δεν ήταν κι άσχημα.
    «Κοβαλένκο έσκισες!!» είπε ο Καδιανάκης.
    «Πήγε πολύ καλά! Μπράβο Κώστα!» είπε η Μπιάνκα.
    «Ο Σολ Μπέλοου μπροστά σου είναι ένα τίποτα ρε!» είπε ο μαλάκας ο φαν του Σολ Μπέλοου.
    «Θέλω να γαμήσω μία παρθένα και να γίνω στουπί» είπε ο Κοβαλένκο.
    Πήγανε στο σπίτι του καθηγητή, κάτω από τη Φορτέτσα. Χλιδάτο σπίτι, άνετο. Ο καθηγητής έπαιρνε πολύ καλό μισθό μάλλον.
    Κάτσανε στον καναπέ. Μαζί τους ήταν ο φαν του Σολ Μπέλοου και η γκόμενα του η οποία ήταν κι εκείνη φοιτήτρια και είχε πολύ ωραίο κώλο. Από πρόσωπο δεν έλεγε και πολλά, έμοιαζε ταλαιπωρημένη.
    «Θέλω να ακούσω Μότσαρτ, ακούς Καδιανάκη; Μότσαρτ» είπε ο Κοβαλένκο και άρχισε να μπαλαμουτιάζει τη Μπιάνκα. Η Μπιάνκα τον έκανε πέρα.
    Κάποιος έβαλε Μότσαρτ.
    «Κοβαλένκο είσαι ο καλύτερος συγγραφέας του κόσμου!» είπε ο φαν του Σολ Μπέλοου.
     «Θέλω να χώσω το καβλι μου στη γκόμενα σου» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Σκάσε πια Κώστα» είπε η Μπιάνκα.
    Ο Κοβαλένκο έγινε τελείως ζάντα από το ποτό. Κυρίως λευκό κρασί και μπύρες. Ήταν ωραία ατμόσφαιρα. Κάποιος είπε κάτι για τον Ελύτη.
     «Ο Ελύτης δεν μπορούσε να γαμήσει και έβαζε στον κώλο του το Νόμπελ τις νύχτες» είπε ο Κοβαλένκο και ξέρασε στον νιπτήρα της κουζίνας. Γλίστρησε γιατί ζαλίστηκε και έπεσε με το κεφάλι στο πλακάκι. Αίμα έτρεχε από το κεφάλι του. Κάποιος είπε πως πρέπει να πάει σε νοσοκομείο.
    «Όποιος τολμήσει να με αγγίξει θα του ρίξω μπουνιά στα αρχίδια» είπε ο Κοβαλένκο καθώς πηγαίνανε να τον φορτώσουν για να τον πάνε στο νοσοκομείο.
    «Εγώ δεν έχω αρχίδια» είπε η γκόμενα του φαν του Σολ Μπέλοου.
    «Εσύ μπορείς να μου κάνεις ότι θες μωρό μου» είπε ο Κοβαλένκο.
    Τελικά του έδωσαν άλλο ένα μπουκάλι κρασί και μία πετσέτα να στουμπώνει το τραύμα του. Η αιμοραγία σταμάτησε. Ήταν παλαίμαχος σε τραύματα ο Κοβαλένκο, η μακρόχρονη καριέρα του σε πτώσεις και κοψίματα τον είχαν κάνει βετεράνο του είδους. Δεν γούσταρε τους γιατρούς. Οι γιατροί πηγαίνανε πάντα αγκαζέ με τις συμφορές του κόσμου. Προτιμούσε τους νεκροθάφτες, είχαν περισσότερο στυλ.
    Τον πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Η γκόμενα και ο φαν του Σολ Μπέλοου την είχαν κάνει από πριν. Η Μπιάνκα δεν του έκατσε και πήγε και κοιμήθηκε με τον Καδιανάκη στην κρεβατοκάμαρα τους. Έμεινε μόνος του με το καρούμπαλο του. Τράβηξε μία μαλακία και την έπεσε για ύπνο.
    Το πρωί ξύπνησε με φρικτό πονοκέφαλο. Έκανε εμετό και έπλυνε τα δόντια του με μία ξένη οδοντόβουρτσα. Έριξε ένα καλό χέσιμο και ξαναξέρασε. Αισθάνθηκε πολύ καλύτερα. Πήγε στην κουζίνα. Εκεί έκοβε βόλτες ένα μικρό σκυλί. Του γρύλισε. Πήγε να το χαϊδέψει αλλά εκείνο πήγε να τον δαγκώσει.
    «Η Μπιάνκα πήγε στη δουλειά» είπε ο Καδιανάκης μπαίνοντας στην κουζίνα.
    «Θέλω να γαμήσω» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Δεν είμαι καλά. Θέλω να φάω κάτι» είπε ο Καδιανάκης.
    «Εγώ θα πιω κάτι» είπε ο Κοβαλένκο.
    Έβαλε σε ένα λερωμένο ποτήρι μπύρα από το ψυγείο που είχε μείνει από το χθεσινό μακελειό. Άρχισε να αισθάνεται πολύ καλύτερα.
    Ο Καδιανάκης έφαγε κάτι γάλατα με κορν φλέικς. Έτρεξε στην τουαλέτα και τα έβγαλε.
    «Πιες λίγο μπύρα θα σου περάσει» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Δεν είμαι καλά» είπε ο Καδιανάκης.
    «Πρέπει να την κάνω» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Δεν είμαι καλά...» είπε ο Καδιανάκης και ξαναέτρεξε στην τουαλέτα.
    Ο Κοβαλένκο μάζεψε τη τσάντα με τις ιστορίες του και την έκανε. Μπήκε στο σαράβαλο του και πήρε το δρόμο για την εθνική οδό και για το Ηράκλειο. Άναψε ένα πούρο στο αυτοκίνητο, από εκείνα που είχε κλέψει από τον καθηγητή. Πρέπει να ήταν αυθεντικά Κουβανέζικα. Αισθανόταν καλά και ο ήλιος ήταν ψηλά.
    Μετά από ένα μήνα ο Καδιανάκης τον ξαναπήρε τηλέφωνο και του είπε πως αν ήθελε θα μπορούσε να διαβάσει στο πανεπιστήμιο στα Χανιά, του είχε κανονίσει κάτι καλό. Η αμοιβή ήταν 300 ευρώ και πάλι και όλα πληρωμένα από το πανεπιστήμιο. Θα μένανε σε ένα φίλο στα Χανιά. Ο Κοβαλένκο δέχτηκε. Άρχισε να αισθάνεται πολύ καλός συγγραφέας.
«Λες;» αναρωτήθηκε και άφησε μία μεγάλη, βροντερή κλανιά και μερικά σπουργίτια φοβήθηκαν και πέταξαν μακρυά από την αυλή του σπιτιού του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου