11.3.13



Η ορχήστρα

    Οι μύγες είχαν γεννήσει και είχαν κάνει μυγάκια. Εγώ είχα αποφασίσει πλέον πως δεν είμαι ικανός να είμαι χαρούμενος για πολλή ώρα. Αισθανόμουν περισσότερη ασφάλεια στην κακομουτσουνιασμένη μου φάτσα παρά στο θεό ή στα λουλούδια ή δεν ξέρω κι εγώ που αλλού.
    Πάτησα ένα μυγάκι με το δάχτυλο μου και άφησε στάμπα στο τζάμι του θαλάμου που περίμενα. Κάτι μύριζε μέσα στο κελί αλλά δεν ήξερα εαν αυτό που μύριζε ήμουν εγώ ή κάτι άλλο. Δεν έδινα σημασία.
    Τα πράγματα στη ζωή μου πήγαιναν χαλαρά και μάλλον προς το χειρότερο. Εμένα με ένοιαζε πιο πολύ το χαλαρά. Δεν έκανα συγκρίσεις συχνά, τις βαριόμουν.
    Ήταν πρωί τότε, πριν μου τη βιδώσει.
    Με πήραν τηλέφωνο από την ορχήστρα του Δήμου να παίξουμε λέει ένα κομμάτι του Σούμπερτ. Το κουιντέτο σε Λα ματζόρε η Πέστροφα του Σούμπερτ. Το μαλάκα το Σούμπερτ. Καλός ήτανε αλλά ήταν νεκρός και όλα τα νεκρά πράγματα ήταν καλά για λίγο μετά όμως ήταν βαρετά. Τα περισσότερα πράγματα ήταν βαρετά βέβαια, ακόμα και τα ζωντανά. Μαλακίες.
    Ντύθηκα σιγά, σιγά και πήρα το μηχανάκι και το βιολί μου και πήγα στη πρόβα στο Δήμο. Όλοι ήταν εκεί. Οι συμπαίκτες μου ήταν όλοι διαφορετικοί από εμένα. Συνέχεια σκεφτόμουν πως εαν μου δινόταν η ευκαιρία θα μπορούσα να τους παλουκώσω με κάτι αιχμηρό. Μερικές νύχτες σκεφτόμουν να ακονίσω το δοξάρι και να καρφώσω κάποιον, οποιονδήποτε.
    «Δεν το παίζεις σωστά Νίκο, στο είπα και πριν, θέλει περισσότερο στακάτο μετά τη ρε δίεση» είπε ο μαέστρος, ο κύριος Δραμηντινός ο αρχίδας.
    Εγώ δεν είπα τίποτα παρά άφησα το βιολί στην καρέκλα και σηκώθηκα να βγω έξω να πάρω λίγο καθαρό αέρα και να καπνίσω ένα τσιγάρο. Άφησα και μία κλανιά καθώς έβγαινα.
    Ήμουν ακουμπισμένος στο πεζούλι και κάπνιζα κοιτώντας το κενό και χωρίς να σκέφτομαι τίποτα. Ο κόσμος περνούσε, ήταν Πέμπτη απόγευμα και τα ζόμπι είχαν βγει για ψώνια και βόλτα στο κέντρο του Ηρακλείου.
    «Μου άρεσε ο τρόπος που παράτησες το βιολί και δεν είπες κουβέντα στον Δραμηντινό» είπε εκείνη. Ήταν το πρώτο βιολί, η Νατάσα και ήταν πίσω μου.
    Εγώ ένευσα θετικά με το κεφάλι και δεν είπα τίποτα. Ήμουν σκληρός με τις γυναίκες. Δεν μιλούσα και πολύ εύκολα συνήθως, το είχα δει πολύ καμπόσος.
    «Σου αρέσει ο Σούμπερτ;» ρώτησε η Νατάσα το πρώτο βιολί.
    «Όχι» είπα κοφτά.
    «Αλήθεια; Τότε γιατί παίζεις;».
    «Για τα φράγκα» είπα πάλι κοφτά και έφτυσα στο πάτωμα μία πράσινη ρωχάλα.
    «Έχεις κάπως άγαρμπο στυλάκι αλλά μου αρέσεις» είπε το πρώτο βιολί η Νατάσα.
    Ήταν ωραία γυναίκα. Γεμάτο στήθος, σαρκώδη χείλη και καστανά μαλλιά μακρυά που έπεφταν στους ώμους της, μαύρα μάτια τσακίρικα και ο ήλιος τους έδινε μία κοκκινωπή απόχρωση του αίματος όταν έπεφτε πάνω τους.
     «Θέλεις να δεις τι έχω κάτω από τη φούστα μου;» είπε εκείνη λίγο σιγανά.
     «Ναι» είπα καβλωμένος κάπως με την ιδέα για το τι θα μπορούσε να υπάρχει κάτω από τη φούστα της. Σκέφτηκα ένα μικρό υποβρύχιο ή ένα μαγικό φωσφοριζέ ζωάκι ή διαμάντια που έλαμπαν.
     Με πήρε από το χέρι και πήγαμε στην τουαλέτα του Δήμου. Μερικοί από την ορχήστρα μας κοιτούσαν περίεργα. Μπήκαμε στις γυναικίες τουαλέτες. Μου άνοιξε το φερμουάρ και μου έβγαλε με το χέρι της το πέος έξω. Ήταν μισοκαβλωμένο. Το έβαλε στο στόμα της. Ήταν ζεστά μέσα στο στόμα της και μαλακά. Μία ωραία μελωδία έπαιζε μέσα στο κεφάλι μου. Δεν ήταν του Σούμπερτ του μαλάκα. Τον πήγαινα το Σούμπερτ αλλά όχι πάντα, το έλεγα έτσι για να σπάσω νεύρα στην ορχήστρα. Το πρώτο βιολί η Νατάσα μου τον ρούφαγε και με πονούσε λίγο γιατί έβαζε και δόντια. Της έσπρωχνα το κεφάλι και της γαμούσα το στόμα. Ήταν ωραία. Θα έχυνα αλλά αποφάσισα πως δεν έπρεπε να τελειώσω στο στόμα της. Της το είπα και συμφώνησε. Σήκωσα τη φούστα της και σάλιωσα το πέος μου. Της τον έχωσα αργά και εκείνη φώναξε λίγο. Κουνηθήκαμε καμιά δεκαριά φορές και έχυσα μέσα της. Μείναμε έτσι για λίγη ώρα, σαν σκυλιά, εκείνη να ακουμπάει τον βρώμικο τοίχο της τουαλέτας και εγώ να της ζουλάω το στήθος σαν μωρό. Είχε τεράστιες ρώγες που μου θύμιζαν εξωτικά φρούτα.
    Ο καιρός πέρασε μετά από εκείνο το πρώτο γαμήσι. Εγώ είχα παραμείνει το ίδιο ρεμάλι όπως πάντα, να μην παίζω σωστά το βιολί μου γιατί βαριόμουν να είμαι σωστός μιας και ήταν πολύ κουραστικό το να είσαι σωστός και η Νατάσα το πρώτο βιολί ερχόταν κάθε βράδυ στο σπίτι μου και γαμιόμασταν σαν κουνάβια στις πλαγιές και στα δάση. Ήταν ωραία. Αισθανόμουν ο εαυτός μου και πάλι.
    Εγώ γενικά έπινα κάθε νύχτα και κάπνιζα κάτι βρωμερά πούρα ιταλικά από το περίπτερο και η Νατάσα άρχιζε να ξενερώνει. Μου έλεγε συνέχεια να μην καπνίζω και να μην πίνω και να παίζω το βιολί  μου σωστά και τα ρέστα.
    «Μωρό μου με καταπιέζεις το ξέρεις;» έλεγα και γελούσα μέσα στην αγαλλιάση μου και με το πέος μου συνήθως μέσα της.
     «Πρέπει να παίζεις σωστά. Δεν είναι αυτή κατάσταση. Επίσης δεν με γαμάς σωστά. Χύνεις γρήγορα και βαριέσαι το ερωτικό παιχνίδι εύκολα» έλεγε η Νατάσα το πρώτο βιολί που πλέον ήταν σαν γυναίκα μου.
     «Δεν ξέρω. Αισθάνομαι αδύναμος» έλεγα εγώ.
    «Μην είσαι μαλάκας» έλεγε εκείνη.
    «Είμαι μαλάκας. Είναι γραφτό μου» είπα.
    Εκείνη δεν σταματούσε λεπτό να παίζει το βιολί της στο σπίτι μου. Το κουβαλούσε μαζί της. Δεν άντεχα να ακούω συνέχεια τον ήχο του. Εγώ ποτέ δεν έκανα εξάσκηση και απλά πήγαινα στην ορχήστρα του Δήμου για τα χρήματα. Ήταν μία δουλειά, εκείνη το λάτρευε το κωλοβιολί της.
    «Μωρό μου, ή εγώ ή το βιολί σου, διάλεξε» είπα μία μέρα που δεν άντεχα άλλο να ακούω το τέλεια παιγμένο βιολί της.
    Εκείνη φυσικά διάλεξε το βιολί της και εγώ έμεινα με το πουλί στο χέρι να καπνίζω τα ηλίθια πούρα μου και να πίνω τι μπύρες μου τις φτηνές από το Λιντλ.
    Με παράτησε.
    Ήταν απόγευμα Τρίτης όταν αποφάσισα να ακονίσω το δοξάρι. Πήρα ένα μαχαίρι που έκοβε και άρχισα τη δουλειά. Το τσέκαρα με την άκρη του δαχτύλου μου. Ήταν κοφτερό και μυτερό σαν όπλο. Έτοιμο.
    Δεν είχα σκοπό να το χρησιμοποιήσω. Στην αρχή το έκανα για να φρικάρω κόσμο στην ορχήστρα.
    Όταν την είδα να χαμουρεύεται με τον Δραμηντινό το μαέστρο τον καριόλη στα σκαλιά του Δήμου με έπιασε τρομερή κατάθλιψη.
    Τους είδα στο διάλειμμα.
    Κάπνισα ένα τσιγάρο και πήγα μέσα για το δεύτερο μέρος της πρόβας. Αρχίσαμε πάλι να παίζουμε Σούμπερτ. Εγώ έπαιζα τελείως φάλτσα επίτηδες πλέον για να τη σπάσω στο μαλάκα το μαέστρο.
    «Ρε Νίκο, σε παρακαλώ, γιατί το κάνεις αυτό;» με ρώτησε ο Δραμηντινός.
    Η Νατάσα το πρώτο βιολί δεν τολμούσε να με κοιτάξει στα μάτια.
    Εγώ σηκώθηκα και κάρφωσα με όλη μου τη δύναμη το αιχμηρό δοξάρι στο λαιμό του Δραμηντινού χωρίς να πω κουβέντα.
    Στην αρχή κανείς δεν πήρε πρέφα τι έγινε. Όταν όμως το αίμα αρχιζε να τρέχει και ο Δραμηντινός να σφαδάζει στην προσπάθεια του να πάρει αέρα, ε τότε έγινε της πουτάνας εκεί μέσα.
   Όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι, τα τσέλα έπεφταν πάνω στα βιολιά και τα κλαρινέτα πάνω στις τούμπες. Εγώ άρχισα να καρφώνω κόσμο τυχαία με το δοξάρι. Είχα τρυπήσει μερικά κλαρινέτα και κάτι βιολιά. Σε μία φάση είδα μπροστά μου το πρώτο βιολί τη Νατάσα να με κοιτάει με τρόμο.
    Σήκωσα το ματωμένο μου δοξάρι το ακονισμένο και πήγα να την καρφώσω στην καρδιά της. Κάτι όμως με βρήκε στο κεφάλι και έπεσα ξερός στο πάτωμα.
    Οι μπάτσοι ήρθαν και με μάζεψαν μετά από λίγο.
    Τώρα περιμένω εδώ στο δικαστήριο να ακούσω την λυπητερή.
    Σκότωσα δύο ανθρώπους και τραυμάτισα σοβαρά άλλον ένα.
    Δεν ξέρω πόσα χρόνια θα με κλείσουν μέσα. Ο δικηγόρος μου είναι μαλάκας και λέει πως θα με πάνε τρελάδικο.
   Θα δούμε. Ελπίζω να είναι καλά μέσα. Αν τα καταφέρω και δεν αποτρελαθώ παίζει και να δραπετεύσω.
    Έχω μία καρδιά να καρφώσω ακόμα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου