13.3.13




Επιτέλους είμαι άλογο


    Στην αρχή δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με το κρεβάτι η φάση με τα άλογα.
    Έπινε μόνος του τις νύχτες σαν μαλάκας. Κοιτούσε φωτογραφίες αλόγων συνέχεια στο ίντερνετ. Του άρεσε να είναι άλογο. Δεν ήξερε γιατί.
    Το κεφάλι έφταιγε. Τα άλογα είχαν υπέροχα κεφάλια.
    Φυσικά δεν μπορούσε να είναι άλογο. Παράγγειλε μία μάσκα αλόγου από το amazon αλλά όταν ήρθε, μετά από ένα μήνα σχεδόν (γαμώ τα ελληνικά ταχυδρομεία μου) δεν τον ικανοποίησε και πολύ.
    Ήθελε οπωσδήποτε να είναι άλογο. Του άρεσε κυρίως όταν έκανε έρωτα με γυναίκες να σκέφτεται πως είναι άλογο.
    Σήμερα είχε ραντεβού με τη Μαρία από το γραφείο.
    Τρομερή γυναίκα. Την είχε ερωτευτεί. Καστανή, ψηλή, όμορφα μάτια και πόδια.
    «Μωρό μου είσαι πολύ όμορφη και με καβλώνεις, θέλω να φάω το μουνί σου» της είπε εκείνος άγαρμπα.
    «Έλεος ρε μαλάκα» είπε η Μαρία και ήπιε γουλιά από το λευκό κρασί της και έκανε μία γκριμάτσα αηδίας.
    «Τι;» ρώτησε εκείνος.
    «Τίποτα» είπε η Μαρία.
    Είδανε μία ταινία στον υπολογιστή. Ένα παλιό σπλάτερ. Ψιλομαλακία ήτανε. Ο Κώστας την αγκάλιασε και έτριψε τη μούρη του στα μαλλιά της. Εκείνη ανταποκρίθηκε και γύρισε το κεφάλι της και τον φίλησε. Φιληθήκανε πολύ ώρα. Πέσανε στο χαμούρεμα και ο Κώστας έκανε δαχτυλάκι στη Μαρία. Χαμός γινότανε αλλά ο Κώστας άρχισε αμέσως να σκέφτεται πως είναι άλογο.
    Άρχισε να χλιμιντρίζει.
    «Τι έπαθες;» είπε η Μαρία.
    «Τίποτα μη δίνεις σημασία» είπε ο Κώστας. Δεν μπορούσε να το κοντρολάρει.
    «Δεν γίνεται να μην δίνω σημασία, χλιμιντρίζεις» είπε η Μαρία και έβγαλε το κυλοτάκι της.
    «Έτσι σου φάνηκε μωρό μου, μη δίνεις σημασία» είπε ο Κώστας.
    Ο Κώστας είχε ξενερώσει. Σταμάτησε να χαϊδεύει τη Μαρία και η Μαρία ξενέρωσε ακόμα πιο πολύ. Καθόντουσαν δίπλα δίπλα στο κρεβάτι χωρίς να μιλάνε. Κοιτούσαν σαν χαζοί το ταβάνι. Ο Κώστας έστριψε τσιγάρο και το άναψε. Το ίδιο έκανε και η Μαρία. Ο Κώστας σηκώθηκε και πήγε και έβαλε μία βότκα για εκείνον και κρασί για τη Μαρία.
    «Τι γίνεται;» ρώτησε η Μαρία και κοίταξε το Κώστα στο πέος.
    «Με μένα μιλάς ή με τον πούτσο μου;» ρώτησε ο Κώστας νευριασμένος γιατί δεν του σηκωνότανε.
    «Άντε γαμήσου ρε μαλάκα, εγώ φταίω;» είπε η Μαρία.
    «Όχι».
    Η Μαρία σηκώθηκε από το κρεβάτι και ντύθηκε. Εκείνος ήπιε μονορούφι τη βότκα και πέταξε με δύναμη το ποτήρι στον τοίχο. Το ποτήρι έγινε κομμάτια.
    Η Μαρία του έκανε την χειρονομία του μαλάκα και βγήκε από την πόρτα του σπιτιού.
    Ο Κώστας έμεινε να κοιτάει την κλειστή πόρτα.
    Έπιασε το μπουκάλι τη βότκα και έπινε κατευθείαν απο κει.
    Όλα ήταν σκατά. Δεν του σηκωνόταν αν δεν ήταν άλογο.
    Ήταν τρομερό. Ήθελε να είναι άλογο. Δεν ήξερε τι να κάνει.
    Σκέφτηκε να πάρει τηλέφωνο τη Μαρία και να της πει πως ήθελε να την ντύσει φοραδίτσα και πως θα την ξέσκιζε. Δεν το έκανε γιατί δεν γούσταρε να της πέσει. Ήταν σκληρός άντρας. Ήθελε να γίνει ένα σκληρό άλογο. Δεν ήξερε τι να κάνει για το πρόβλημα του.
    Το πρωί πήγε στο γραφείο. Η Μαρία δεν του μιλούσε, ούτε καν τον κοιτούσε. Είχε ξενερώσει.
    Ο Κώστας καθόταν στο γραφείο του και σκεφτόταν τι να κάνει. Δεν είχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα και είχε και πονοκέφαλο από τη βότκα.
    Ο Μάνος ήρθε δίπλα του από το διπλανό γραφείο.
    «Να σου πω ρε Κώστα, έχεις δει το Νονό;» είπε ο Μάνος.
    «Ναι» είπε ο Κώστας.
    «Η σκηνή με το άλογο σε καβλώνει καθόλου;» είπε ο Μάνος και όλο το γραφείο έσκασε στα γέλια. Γινόταν της πουτάνας. Είχαν πέσει όλοι κάτω από τα γέλια. Ακόμα και η Μαρία γελούσε και του έδινε μούτζες. Κοίταξε το γραφείο του προϊσταμένου, ακόμα και εκείνος γελούσε και τον έδειχνε με το δάχτυλο.
    «Ξυπνάαααααααα, Κωωωωωώστααααααα εεεεεε!».
    Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το πρόσωπο της Μαρίας.
    «Τι έγινε;» είπε ο Κώστας.
    «Ονειρευόσουν εν ώρα εργασίας και άρχισες να ουρλιάζεις, στο τσακ σε πρόλαβα να μη σε πάρει χαμπάρι ο Τάκης» είπε η Μαρία.
     Ο Τάκης ήταν ο προϊστάμενος.
    «Δηλαδή ήταν όνειρο; Δεν με κοροϊδεύατε;» είπε σαν παιδί ο Κώστας.
    «Δεν καταλαβαίνω τι λες, γιατί να σε κοροϊδεύουμε;» είπε η Μαρία.
    Ήταν πολύ όμορφη. Κάτι πάνω της του θύμιζε φοραδίτσα καθαρόαιμη και με απαλό τρίχωμα.
    Είχε πρόβλημα. Έπρεπε να το παραδεχτεί. Έπρεπε να γίνει άλογο.
    Είχε έρθει η μέρα.
    Όταν σχόλασε πήγε αμέσως εκεί. Τα είχε όλα κανονισμένα. Παρακολουθούσε το μέρος πολύ καιρό. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Δεν ήταν μακρυά. Λίγο έξω από το Ηράκλειο ήταν το μέρος.
    Ήξερε επίσης ποιο άλογο ήταν το κατάλληλο.
    Έβαλε στο ώμο την τσάντα με τα εργαλεία και πήδηξε το φράκτη. Κόντεψε να σκοτωθεί γιατί έπεσε με τα μούτρα από την άλλη μεριά. Άκουσε μακρυνά γαβγίσματα. Δεν τον είδε κανένας. Είχε μαζί του και λίγο ρακή για να πάρει κουράγιο. Ήπιε τη ρακή σφηνάκι. Αισθανόταν καλύτερα. Έβγαλε το τσεκούρι από την τσάντα και άναψε το φακό.
    Το άλογο τον είδε στα πέντε μέτρα και άρχισε να κουνιέται ανήσυχο.
    Εκείνος το θαύμασε για λίγο και μετά του έριξε την πρώτη τσεκουριά στα πλευρά.
    Η δεύτερη τσεκουριά βρήκε το άλογο στο λαιμό.
    Κανείς δεν πήρε χαμπάρι τίποτα. Μόνο τα διπλανά άλογα έκαναν λίγο θόρυβο από την αναστάτωση που δημιουργήθηκε από τις τσεκουριές και τον ήχο από τα κόκαλα που σπάνε και το αίμα που τρέχει. Η μυρωδιά του αίματος ήταν τρομερή. Ο Κώστας έκανε εμετό στο χώμα. Ήθελε κι άλλη ρακή αλλά δεν είχε. Παντού βρωμούσε αίμα και σκατά από τα άλογα.
    Έκοψε το κεφάλι του αλόγου με τα χίλια ζόρια. Ήταν βαρύ το γαμημένο. Πρέπει να ζύγιζε πάνω από 15 κιλά. Το έχωσε μέσα σε τρεις σκουπιδοσακούλες, η μία μέσα στην άλλη. Την έκανε από εκεί πέρα. Τα ρούχα του και το πρόσωπο του και τα χέρια του ήταν γεμάτα αίμα.
    Όταν έφτασε στο σπίτι το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να αδειάσει το κεφάλι του αλόγου από το χοντρό κόκκαλο του λαιμού και τον εγκέφαλο με ένα ειδικό μαχαίρι. Έπλυνε το υπόλοιπο πράγμα που είχε μείνει. Το στέγνωσε με το πιστολάκι. Το έβαλε στο κεφάλι του. Μύριζε αίμα και θάνατο. Έβγαλε τα μάτια και τα πέταξε. Ξαναέπλυνε το κεφάλι. Το ξαναέβαλε στο κεφάλι του. Κοίταξε το εαυτό του στον καθρέπτη.
    Επιτέλους ήταν άλογο.
    Επιτέλους έμοιαζε με τον εαυτό του.
    Είχε στύση. Πήρε τηλέφωνο τη Μαρία.
     «Πότε θα έρθεις;» είπε ο Κώστας.
    «Θα έρθω σε μισή ώρα» είπε εκείνη.
    Ο Κώστας έκανε μπάνιο το κεφάλι του αλόγου. Ήταν πολύ όμορφο κεφάλι. Ήταν καφέ και μεγάλο με μακρυά χαίτη κα με όμορφα δόντια. Ήταν φοβερό. Ήταν πανέμορφο. Πάντα ήθελε να είναι ένα άλογο. Το στέγνωσε και το αρωμάτισε με διάφορες κολώνιες που είχε. Πήγε στο περίπτερο και πήρε μπύρες και κρασί λευκό για τη Μαρία. Πήρε πούρα και σοκολάτες. Σκεφτόταν πως έπρεπε να βρει ένα τρόπο και να κρατήσει το κεφάλι του αλόγου για πάντα μαζί του. Δεν ήξερε να ταριχεύει. Θα μάθαινε. Προς το παρόν θα το έβαζε στον καταψύκτη που είχε αγοράσει ειδικά για το κεφάλι.
    Το κουδούνι χτύπησε και ο Κώστας φόρεσε το καινούριο του κεφάλι. Είχε φορέσει το καλό του το κουστούμι, εκείνο που του είχε κάνει δώρο η πρώην γυναίκα του πριν κάτι αιώνες. Άνοιξε τη πόρτα και η Μαρία ήταν μπροστά του πανέμορφη και καβλιάρα.
    «Τι μασκαριλίκια είναι αυτά ρε μαλάκα;» ρώτησε η Μαρία.
    «Είναι το καινούριο  μου κεφάλι. Είμαι άλογο επιτέλους» είπε ο Κώστας.
    Η Μαρία του έκανε πάλι τη χειρονομία του μαλάκα. Ήταν πολύ διαχυτική και αυτό τον κάβλωνε. Έκατσε στον καναπέ και ο Κώστας σέρβιρε κρασί στη Μαρία, πάντα με το κεφάλι του αλόγου πάνω στο κεφάλι του. Αισθανόταν τέλεια. Δεν μπορούσε όμως να πιεί την μπύρα του καικ το κεφάλι του αλόγου ήταν βαρύ και τον πονούσε λίγο ο αυχένας του. Έριχνε τη μπύρα από πάνω, μέσα στο στόμα του αλόγου και μετά η μπύρα έμπαινε στο στόμα του. Κάπνιζε πούρο με δυσκολία. Ήταν πολύ ωραία. Η Μαρία ήταν απαθής.
    Του έπιασε το πέος και αρχίσανε να χαμουρεύονται.
    «Θέλω να χλιμιντρίζεις» είπε ο Κώστας.
    «Είσαι ανώμαλος, το ξέρεις έτσι;» είπε η Μαρία.
    «Βρωμάει το κεφάλι μου καθόλου;» είπε ο Κώστας.
    «Όχι, μια χαρά μυρίζει, μου αρέσει νομίζω» είπε η Μαρία.
    Της έβγαλε τη φούστα και το καλτσόν. Μπήκε μέσα της. Ήταν όλα στη θέση τους. Ήταν ωραία και ζεστά. Η μικρή του φοραδίτσα.
    «Θα πάμε να σου κόψω και εσένα ένα κεφάλι, έχω βρει μία καταπληκτική φοραδίτσα» είπε ο Κώστας καθώς έσπρωχνε αργά τη Μαρία πάνω στον καναπέ.
    «Σκάσε και γάμα με ρε παλιομαλάκα» είπε η Μαρία.
    «Εντάξει μωρό μου» είπε ο Κώστας.
    Η Μαρία άρχιζε να χλιμιντρίζει. Ο Κώστας βρισκόταν στον παράδεισο.
    Τελείωσαν μαζί και ανάψανε τσιγάρα. Ο Κώστας έβγαλε το κεφάλι του αλόγου. Είχε μείνει λίγο αίμα στο κούτελο του.
    «Είσαι σιχαμερός» είπε η Μαρία και γέλασε.
    «Το ξέρω αλλά δεν με νοιάζει» είπε ο Κώστας.
    «Ούτε και μένα» είπε η Μαρία και γέλασε.
    Ήταν πολύ όμορφη σήμερα. Κοιμηθήκανε στον καναπέ αγκαλιά.

1 σχόλιο: