19.3.13




Τρία βήματα



    Όταν ξεκίνησε να πάει στο γιατρό είχε ήδη καταλάβει πως ήταν αργά. Φορούσε το μαύρο παντελόνι που δεν ήτανε πάλι τζην, ήτανε κάτι άλλο, ύφασμα, ωραίο, μαλακό και τον βόλευε στο περπάτημα.
    Τα παπούτσια του ήταν κι εκείνα μαλακά και ήταν σαν να πετάει. Σκέφτηκε μία διαφήμιση για σερβιέτες αλλά δεν μπορούσε να γελάσει γιατί είχε πληγές στο στόμα.
    Ο δρόμος ήταν γεμάτος με ανθρώπους που μάλλον πηγαίνανε στις δουλειές τους γιατί ήταν πρωί, πολύ πρωί. Τα φανάρια ήτανε όλα κόκκινα σήμερα και πάντα σταμάταγε με χειρόφρενο έτσι για πλάκα επειδή του άρεσε να το κάνει. Οι διπλανοί οδηγοί τον κοιτούσαν για μία στιγμή και εκείνος χαμογελούσε και αμέσως άλλαζαν βλέμμα σαν να είχε αίμα στα δόντια.
    Πάρκαρε πίσω από την Ανάληψη και σκέφτηκε πως εδώ είχε κάποτε ένα φίλο που τώρα παίζει και να είχε πεθάνει.
    Σκέφτηκε πως ήθελε να πεθάνει προσπαθώντας να καταπιεί ένα κουκλάκι Μπομπ Σφουγγαράκης μέσα σε κάποιο κατάστημα με ακριβά ρούχα.
    Άναψε τσιγάρο Καρέλια με το άσπρο φίλτρο, ωραία τσιγάρα αλλά λίγο βαριά. Είχε πάρει μαλακό πακέτο. Το είχε δει από κάπου και το ζήλεψε. Πέρασε από ένα ανοιχτό τζάμι και κάποιος άκουγε Spice Girls στο τέρμα μέσα σε ένα Toyota Hilux μαύρο με τεράστια λάστιχα.
    Δεν είχε ασφάλεια ΙΚΑ ή κάτι τέτοιο γιατί ήτανε άνεργος πολλά χρόνια και τον ζούσαν άλλοι, του δίνανε τροφή και στέγη και κανά χαρτζιλίκι μερικές φορές. Αισθανόταν άσχημα γι΄αυτό και έψαχνε δουλειά αλλά δεν έβρισκε τίποτα γιατί δεν του αρέσανε πολλές δουλειές. Οι δουλειές ήτανε δύσκολες και έπρεπε συνέχεια να είσαι εκεί και να λες σε όλα ναι.
    Το ιατρείο βρισκόταν σε ένα παλιό κτίριο επί της οδού 1821. Το πάτωμα ήταν μωσαϊκό μουσταρδί από τη βρώμα και το χρόνο. Καθώς ανέβαινε τις σκάλες είδε ένα τεράστιο μηχάνημα για ακτινογραφίες που έμοιαζε με διαστημόπλοιο και ήθελε να μπει μέσα του και να πάει κάπου πολύ μακρυά, ίσως και σε άλλο γαλαξία και να βγάλει ακτινογραφίες από άλλους πλανήτες και ακτινογραφίες εξωγήινων.
    Ο θάλαμος υποδοχής ήταν άδειος εκτός από ένα πολύ ηλικιωμένο πρόσωπο με τραγιάσκα καρό με κουμπάκι στην κορυφή.
     «Έχω έρθει σε λάθος γιατρό» είπε ο γεράκος με την τραγιάσκα.
     «Περιμένω το γιατρό να του το πω» ξαναείπε ο γεράκος χωρίς να πάρει καμία απόκριση.
    Έκατσε απέναντι από τον γέρο. Έκανε κάτι κόλπα με τα μάτια του και ο γέρος τον κοιτούσε και χαμογελούσε με το μισό του στόμα.
    «Έχω πάθει εγκεφαλικό» είπε ο γεράκος.
    Διάβασε ένα Έψιλον με ημερομηνία 12/4/07. Κοιτούσε κάτι όρκες σε φωτογραφία ολοσέλιδη. Το περιοδικό μύριζε καραμέλες-γαλατάκια. Η λεζάντα έγραφε Στην Νέα Γουινέα οι όρκες φάλαινες παλεύουν για ένα κομμάτι φώκιας. Το ξαναδιάβασε για να σιγουρευτεί πως η λεζάντα ήταν σωστή.
    Δεν μπορούσε να ανοίξει τα πόδια του πολύ. Πονούσε. Υπήρχε κάτι σαν πύον μέσα του. Προσπαθούσε να έχει όσο πιο κλειστά πόδια γίνεται. Ο πόνος αντανακλούσε στις άκρες των αυτιών του και αισθανόταν σαν κάποιος που παίζει στο Σταρ Τρεκ ή σαν χόμπιτ με χοντρά πόδια, πρησμένα.
    Άναψε τσιγάρο και έδωσε ένα και του γεράκου. Ο γεράκος το πήρε και καπνίσανε μέσα στη σιωπή του προθαλάμου του ιατρείου. Τα έπιπλα ήταν πράσινα ξεθωριασμένα και ταίριαζαν απόλυτα με τον πόνο του και το πάτωμα το μουσταρδί. Υπήρχε πάνω από το κεφάλι του γεράκου ένας πίνακας μετρίου μεγέθους που απεικόνιζε κάτι σαν εξοχή και ήταν πλεκτός και όχι ζωγραφιστός. Ο πίνακας ήταν ειδικά φτιαγμένος για τον προθάλαμο και δεν θα μπορούσε να υπάρχει σε κανένα άλλο δωμάτιο στον κόσμο.
    Η πόρτα του γιατρού άνοιξε και από μέσα βγήκε μία γυναίκα γύρω στα σαράντα που κούτσαινε και μύριζε μπεταντίν και χοχλιούς μπουμπουριστούς στο τηγάνι. Ο γιατρός καθόταν στο γραφείο του. Παντού υπήρχαν κορνίζες με πτυχία, κυρίως με γραμματοσειρά Gothic bold. Ήταν ωραίο να τα κοιτάει γιατί αισθανόταν ασφάλεια. Αισθανόταν περήφανος για τον γιατρό σαν να ήταν πατέρας του.
    Του έκανε νόημα να κάτσει στο ντιβάνι το άσπρο. Το χαρτί πάνω στο ντιβάνι ήταν ελαφρώς χρησιμοποιημένο και καπιτονέ σαν κωλόχαρτο λεπτό. Κατέβασε το παντελόνι του και ο γιατρός τον έπιασε και ζούληξε κάτι. Ο κώλος του κόλλησε στο χαρτί και ήταν αηδιαστικό αίσθημα αυτό.
    «Νομίζω χρειάζεσαι αντιβίωση» είπε ο γιατρός.
    «Είναι σοβαρό;» ρώτησε το γιατρό.
    «Υπάρχει μόλυνση αλλά θα περάσει με την αντιβίωση» είπε ο γιατρός.
    Σήκωσε το παντελόνι του και ο γιατρός πήγε και έκατσε στο γραφείο του με τρία βήματα.
    «Το 1973 υπήρχε μία διαφορά φάσης στον εγκέφαλο ενός ασθενούς και οι υπεύθυνοι είχαν αποφανθεί πως έφταιγε η μοναδιαία εμφάνιση πυώδους εξανθήματος στην κοιλιακή χώρα του ασθενούς» άρχισε να λέει σιγά ο γιατρός και έβγαλε τα χοντρά του γυαλιά και τα ακούμπησε στο γραφείο.
    Έβγαλε το πακέτο τα Καρέλια και ο γιατρός πήρε τσιγάρο αφού του προσφέρθηκε.
    «Όλοι οι γιατροί που αποφάνθηκαν τη διάγνωση κατέληξαν νεκροί μετά από μερικά λεπτά. Ο ασθενής ζει ακόμη και πλέον ο οργανισμός του εγκληματίστηκε με τα νέα δεδομένα της διαφοράς φάσης που ο εγκέφαλος του του επέβαλε λόγω του πυώδους εξανθήματος» είπε ο γιατρός.
     Εκείνος δεν είπε τίποτα.
    Κάπνισαν τα τσιγάρα τους. Έσβησαν στο μεγάλο τασάκι. Εκείνος σηκώθηκε αργά και πήγε στον κλίβανο. Έβγαλε από μέσα δύο μετρίου μεγέθους νυστέρια. Ο γιατρός τον κοιτούσε με δέος. Τρία βήματα όλα κι όλα. Πλησίασε το γραφείο και με ένα μεγάλο σάλτο κάρφωσε με δύναμη και τα δύο αιχμηρά αντικείμενα στο λαιμό του γιατρού. Ο γιατρός πνίγηκε από το αίμα. Λίγο αίμα είχε πεταχτεί στις κορνίζες με τα όμορφα πτυχία του. Κάτω από τη μεγάλη γυριστή δερμάτινη καρέκλα είχε σχηματιστεί μία λίμνη αίματος. Το αίμα έμοιαζε να είναι σχεδόν μαύρο και πολύ πηχτό. Μερικά πράγματα έπεσαν στο πάτωμα από το τραπέζι. Το τασάκι το μεγάλο έσπασε. Εκείνος χτύπησε λίγο στο γόνατο από το άλμα.
    Άφησε τα νυστέρια μέσα στον κλίβανο και πάτησε τον διακόπτη της απολύμανσης.
    Έπλυνε τα χέρια του στο μικρό νιπτήρα. Τα ρούχα του δεν είχαν λερωθεί.
    Βγήκε από την πόρτα και ο γεράκος καθόταν ακόμη εκεί.
    «Θέλω να πω του γιατρού πως έχω έρθει σε λάθος γιατρό, δεν θα αργήσω» είπε ο γεράκος.
    Εκείνος έγνεψε καταφατικά και κατέβηκε τις σκάλες.
    Πήγε στο φαρμακείο και αγόρασε την αντιβίωση. Γύρισε με τα πόδια στην Ανάληψη και μπήκε στο αυτοκίνητο. Άνοιξε το κουτί της αντιβίωσης και κοίταξε τα χάπια. Δεν αισθάνθηκε τίποτα. Κοίταξε να βρει το εξάνθημα στην κοιλιά του. Δεν υπήρχε τίποτα.
     Έβαλε μπροστά τη μηχανή.
     Γύρισε σπίτι και μαγείρεψε σούπα Σιβηρίας. Δικής του έμπνευσης συνταγή.
    Αισθανόταν πλήρης και ευτυχισμένος.
     Σκέφτηκε εντοιχισμένος και γέλασε.
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου