24.3.13




  Ο κύριος Ψ.

     Περίμενε να δει τι θα γίνει. Δεν του είχε μείνει τίποτε άλλο να κάνει. Απλά περίμενε. Φράγκο δεν υπήρχε, τα οικονομικά του έμοιαζαν να είναι συνέχεια στα όρια. Το νοίκι απλήρωτο και ήταν 16 του μήνα.
    Έπινε τη μία μπύρα μετά την άλλη τις νύχτες και κάπνιζε σαν τζάκι τα στριφτά τσιγάρα. Είχε γρίπη και πρόσφατα είχε χάσει 100 ευρώ στο στοίχημα, γαμώ το αργεντίνικο πρωτάθλημα.
     Καθόταν στο μικρό του δωμάτιο και χάζευε τον τοίχο καπνίζοντας ένα στραβό τσιγάρο.
    Ο υπολογιστής έπαιζε σιγανά Richard Strauss. Χτύπησε το τηλέφωνο, το κινητό. Σταθερό δεν είχε. Ακόμα δεν μπορούσε να συνηθίσει τον ήχο του. Τρόμαξε και η κάφτρα από το τσιγάρο του έπεσε στο πουκάμισο και το έκαψε.
    «Ναι;» είπε.
    «Σας τηλεφωνούμε από τη Cyta, θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε πως ο λογιασιασμός σας για τον μήνα Δεκέμβριο είναι ανεξόφλητος και...» είπε μία γυναικεία φωνή.
    Έκλεισε το τηλέφωνο. Τράβηξε τζούρα από το τσιγάρο. Η ώρα ήταν ακόμα 11 το πρωί. Πήγε μέχρι το νιπτήρα της μικρής κουζίνας και έριξε μία χλέπα. Ξέπλυνε το νιπτήρα. Έβαλε να βράζει καφές.
    Σκατά. Σε λίγο θα του κόβανε και το ίντερνετ. Πως σκατά θα άκουγε μουσική; Δεν κατέβαζε μουσική στο σκληρό δίσκο. Ήταν μαλάκας και τεμπέλης, τώρα το καταλάβαινε.
    Χτύπησε πάλι το τηλέφωνο.
    «Ναι;».
    «Καλημέρα σας, σας τηλεφωνούμε από την τράπεζα Πειραιώς για το καταναλωτικό δάνειο σας. Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε πως η τελευταία δόση του Ιανουαρίου είναι χρωστούμενη οπότε θα θέλαμε...» είπε ένας τύπος στο ακουστικό.
    Έκλεισε το τηλέφωνο. Πήγε στην τουαλέτα και έβγαλε τις μίξες του. Άρχισε να βήχει. Έριξε μερικές ακόμα χλέπες στην λεκάνη. Τράβηξε το καζανάκι. Σκέφτηκε τα παιδιά στην Αφρική που πεινούσαν και διψούσαν και κυλιόντουσαν στη λάσπη με τις πεταχτές κοιλιές τους. Δεν ήξερε γιατί θυμήθηκε τα παιδιά στην Αφρική. Μάλλον άρχιζω να τρελαίνομαι, σκέφτηκε.
        Έκατσε στον υπολογιστή και πάτησε ένα μπάνερ στα δεξιά της οθόνης που έλεγε ΓΝΩΡΙΣΕ ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΡΩΣΙΔΑ ΓΥΝΑΙΚΑ και αναβόσβηνε δείχνωντας ένα τρελό μανούλι χωρίς ρούχα. Το λινκ τον έβγαλε σε ένα τσοντοσάιτ. Κοίταξε μερικούς κώλους και μερικά μουνιά. Τράβηξε μαλακία με μία μαύρη που έκανε μασάζ σε έναν Κινέζο με λάδια και τα ρέστα.
    Χτύπησε πάλι το μπουρδέλο το τηλέφωνο.
    «Ναι;» απάντησε με κατεβασμένα τα παντελόνια και τα χύσια στα χέρια.
    «Γεια χαρά, θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε για τις νέες προσφορές της Wind, με το πακέτο αυτό...» είπε μία γυναίκα.
    «Ευχαριστώ δεν θέλω» είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
    Άνοιξε το θερμοσίφωνο. Περίμενε με κατεβασμένα τα παντελόνια, σκουπίστηκε με χαρτί κουζίνας και έστριψε ένα τσιγάρο και έβαλε καφέ.
    Χτύπησε ΠΑΛΙ το τηλέφωνο.
    Αποφάσισε πως αν ξαναχτυπούσε άλλη μία φορά θα το έσπαγε αμέσως.
    Του έδωσε μία τελευταία ευκαιρία και το σήκωσε.
    «Ναι;».
    «Ο κ. Κοβαλένκο;» είπε μία γυναικεία φωνή.
    «Ναι».
    «Είχατε στείλει το βιογραφικό σας στην εταιρία μας. Ετοιμάζουμε μία καινούρια ταινία και σας επιλέξαμε για μία συνέντευξη» είπε η τύπισσα.
    «Δεν είμαι ηθοποιός».
    «Το γνωρίζουμε. Στο βιογραφικό σας δηλώνετε συγγραφέας. Εμείς όμως ζητάμε κάποιον άνθρωπο για ένα δεύτερο ρόλο».
    «Δεν έχω ιδέα από υποκριτική» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Μην ανυσηχείτε, περάστε από τα γραφεία μας. Εθνικής Αντιστάσεως 134. Στις 3 και μισή σήμερα» είπε η γυναίκα.
    «Εντάξει».
    Έκλεισε το τηλέφωνο και πήγε και κοίταξε τη φάτσα του στον καθρέπτη του μπάνιου. Άισχος και μαύρα χάλια. Αρχιδοσακούλες κάτω από τα μάτια, ρυτίδες, άσπρες τρίχες, σημάδια στο πρόσωπο από σπυράκια και μία μύτη σαν κοντάρι στραβό και μαλλί θάμνος αχτένιστο. Πως είναι δυνατόν να τον ήθελαν για ταινία με τέτοια μούρη; Σκέφτηκε πως μπορεί να γύριζαν την Παναγία των Παρισίων και τον ήθελαν για Κουασιμόδο ή κάτι τέτοιο τρελό.
    Έβαλε τα ρούχα του και πήρε το μηχανάκι. Στην αρχή δεν έπαιρνε μπροστά. Του έριξε μερικές χριστοπαναγίες και δύο κλωτσιές και τελικά πήρε. Η μανιβέλα έκανε θαύματα. Δεν γούσταρε τα μηχανάκια με μίζα και μαλακίες.
    Ο καιρός ήταν σκατά και έκανε κρύο. Ψιχάλες έπεφταν στο κεφάλι του. Δεν φορούσε ποτέ κράνος γιατί δεν το μπορούσε, όποτε έβαζε κράνος τον αποπροσανατόλιζε και πάντα ήταν στα πρόθυρα να στουκάρει με κάποιο δέντρο ή με κάποια γριά. Δεν ήταν αυτό που λέμε ένας αξιόπιστος οδηγός.
    Έφτασε στο ραντεβού του καθυστερημένος μισή ώρα. Ανέβηκε κάτι σκαλιά. Το ασανσέρ δεν λειτουργούσε. Χτύπησε το κουδούνι. Πάνω από την πόρτα υπήρχε κάμερα. Κοίταξε μέσα στην κάμερα. Ήλπιζε να έβλεπαν τη φάτσα του και να μην του άνοιγαν καθόλου.
    Άνοιξε η πόρτα και μία όμορφη γυναίκα γύρω στα τριάντα στεκόταν μπροστά του.
    «Ο κ. Κοβαλένκο;» είπε η γυναίκα. Ήταν μελαχροινή, αρκετά ψηλή, όμορφα πόδια και τακούνια που έκαναν τον κώλο της να πετάγεται σαν μαγικό μανιτάρι-ζελεδάκι από τον παράδεισο.
    «Ναι» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Περάστε παρακαλώ, ο κύριος Ψ. σας περιμένει» είπε η γυναίκα και του έδειξε το γραφείο μέσα αριστερά. Παντού υπήρχαν αφίσες με τσόντες. Ελληνικές τσόντες, πρόσφατες κυκλοφορίες. Είχε έρθει σε τσοντάδικο. Προχώρησε προς το γραφείο του κυρίου Ψ.
    «Γειά σας κύριε Κοβαλένκο, καθίστε» είπε ο κύριος Ψ. Ένα τεράστιο πούρο κρεμόταν σαν συνέχεια του στόματος του. Το γραφείο μύριζε πούρο και σπέρμα. Ο κύριος Ψ. είχε μουστάκι και φορούσε κουστούμι. Έμοιαζε με...μα πως ήταν δυνατόν;
    Λες ρε μαλάκα;
    Ο Κοβαλένκο έκατσε. Δεν είπε τίποτα. Το έπαιζε σκληρός. Ήταν σκληρός. Άρχισε να φτιάχνει στριφτό. Δεν κοιτούσε καν προς το μέρος του κυρίου Ψ.
    «Τι ξέρεις από ταινίες;» είπε ο κύριος Ψ.
    «Δεν μου αρέσουν οι ταινίες» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Εμείς δεν κάνουμε ταινίες, κάνουμε τέχνη» είπε ο κύριος Ψ.
    Ο Κοβαλένκο έγνεψε, δεν είπε τίποτα και απλά συνέχισε να στρίβει το τσιγάρο του. Όλοι οι καπνοί είχανε πέσει στο χαλί. Έμοιαζε να είναι γνήσιο περσικό. Από κάπου ακουγόταν μουσική. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι μουσική ήταν, έμοιαζε με κάποιου είδους rock.
    «Σου αρέσει το kraut rock Κοβαλένκο, οι Can, το Monster Movie;» είπε ο Ψ.
    «Όχι».
    «Μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις σου ξέρεις» είπε ο Ψ.
     Ο Κοβαλένκο άναψε το τσιγάρο του. Δεν είπε τίποτα. Κοίταξε στα μάτια τον κύριο Ψ. Σκέφτηκε πως μοιάζει υπερβολικά με τον...
    «Δεν μοιάζω υπερβολικά. Είμαι αυτός που μόλις σκέφτηκες. Μόνο που αυτό το επώνυμο το έχω διαγράψει πλέον. Τώρα θα με ξέρεις σαν ο κύριος Ψ.» είπε ο κύριος Ψ.
    Ο Κοβαλένκο έγνεψε θετικά με αδιαφορία και έριξε κάτω τη στάχτη.
    Μπήκε μέσα η γυναίκα. Τους άφησε στο γραφείο δύο μπύρες, παγωμένες. Έμοιαζαν θεσπέσιες και σταγονίτσες έτρεχαν πάνω στον γυάλινο, πράσινο λαιμό τους.
    «Φέρε και μεζέ. Θες μεζέ Κοβαλένκο;» είπε ο Ψ.
    «Όχι» είπε ο Κοβαλένκο και άρπαξε με λαχτάρα τη μία μπύρα. Ήπιε τη πρώτη γουλιά και όλα ήρθανε στα ίσια τους. Η ώρα ήταν 4 και δέκα το μεσημέρι, ημέρα Παρασκευή. Δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα αλλά δεν πεινούσε. Το φαί τον άφηνε αδιάφορο. Έτρωγε γιατί έπρεπε να μένει ζωντανός. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το ποτό και το γράψιμο.
    «Λοιπόν, για να ξηγιόμαστε, εδώ σε θέλω για να γράψεις ένα σενάριο για την καινούρια μου ταινία. Θα σου πω εγώ τη βασική ιδέα και εσύ θα γράψεις τις λεπτομέρειες. Επίσης σε χρειάζομαι για να κρατάς που και που το μικρόφωνο γιατί το παιδί που είχαμε πήγε φαντάρος» είπε ο Ψ. και άφησε ένα σύννεφο καπνού από το στόμα χωρίς να βγάλει το πούρο από το στόμα.
    «Εσύ πότε βγήκες από τη φυλακή;» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Δεν μπήκα ποτέ. Έτσι το κάναμε να φανεί, ήταν όλα μία παραίσθηση, τίποτε άλλο. Μία τηλεοπτική  παραίσθηση μαζική, των μαζών, πως το λένε, ξέρεις..» είπε ο κύριος Ψ.
    «Μικρόφωνα εγώ δεν κρατάω. Επίσης η κοπέλα στο τηλέφωνο μου είπε πως με θέλατε για ηθοποιό και όχι για να γράψω σενάριο σε τσόντα» είπε ο Κοβαλένκο.
    Ο κύριος Ψ. χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο γραφείο και άρχισε να ουρλιάζει. Έριξε άλλη μία με το πόδι του στο γραφείο και ξαναέκατσε. Ήταν σε καλή φόρμα ο πούστης.
    «Είπαμε δεν είναι τσόντα γαμώ την παναγία μου! Είναι ερωτική ταινία τέχνης, το είπαμε, δεν το είπαμε;» είπε ο Ψ. και στάχτες από το τεράστιο πούρο έπεσαν στο κουστούμι του.
    «Πόσα θα μου δώσεις;» είπε ο Κοβαλένκο.
    «500 ευρώ και το σενάριο το θέλω σε δύο εβδομάδες από σήμερα» είπε ο Ψ.
    «700 ευρώ και θα στο έχω έτοιμο σε μία εβδομάδα» είπε ο Κοβαλένκο.
    «600 ευρώ και θα μου το έχεις έτοιμο σε μία και μισή εβδομάδα» είπε ο Ψ.
    «Εντάξει, πόσες σελίδες να είναι;»
    «Δεν ξέρω. Να είναι καλό και να βάλεις μέσα και ποδοσφαιριστές. Ο αθλητισμός πουλάει. Να υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις σκηνές και το φινάλε, γκραν φινάλε ε;» είπε ο Ψ.
    Ο Ψ. πήγε να δώσει το χέρι του στον Κοβαλένκο. Εκείνος δεν του έδωσε το δικό του.
    «Έχω ιδρωμένα χέρια» είπε ο Κοβαλένκο. Σηκώθηκε και την έκανε από εκεί μέσα.
    Η τύπισσα με τον ωραίο κώλο και τα όμορφα μαλλιά έτρεξε να τον προλάβει.
    «Θα σας πάρουμε τηλέφωνο» είπε η τύπισσα.
    Εκείνος έγνεψε. Σταμάτησε και την κοίταξε.
    «Έλα στο σπίτι μου απόψε» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Δεν μπορώ. Είμαι δεσμευμένη» είπε η γυναίκα.
    «Δεν πειράζει. Δεν με ενοχλεί» είπε ο Κοβαλένκο.
    Εκείνη χαμογέλασε και εκείνος της έπιασε το στήθος. Του έριξε μία γροθιά στη μύτη.
    «Με γάμησες!» είπε ο Κοβαλένκο και έπιασε τη μύτη του. Ευτυχώς δεν έτρεξε αίμα.
    Χαλάλι σκέφτηκε, είχε τρομερό στήθος η τύπισσα. Χαλάλι το μπουκέτο. Η πρωινή προπόνηση του έκανε καλό πάντα.
    Καβάλησε το μηχανάκι και εκείνη την ώρα θυμήθηκε πως είχε ξεχάσει το θερμοσίφωνο ανοιχτό. Γαμήθηκε να τρέχει στο δρόμο. Παραλίγο να σκοτωθεί πάνω σε έναν γύφτο με μία καρότσα γεμάτη πορτοκάλια.
*
    Είχε περάσει μία εβδομάδα από την μεγάλη συνάντηση του Κοβαλένκο με τον κύριο Ψ. Ο Κοβαλένκο ήταν ως συνήθως στο σπίτι του, στον υπολογιστή και έγραφε πίνοντας ένα μπαγιάτικο λευκό κρασί. Είχε γράψει σχεδόν το μισό σενάριο της τσόντας. Ήταν απόγευμα.
    Το στόρυ ήταν και καλά μέσα σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. Μετά στα αποδυτήρια γινόταν της πουτάνας. Θα σκάγανε κάτι γκόμενες με αθλητικές φόρμες και θα πηδιόντουσαν με τους παίχτες. Υπερπαραγωγή. Η τελική σκηνή θα ήταν παρτούζα με 11 παίχτες και 11 γκόμενες. Το φινάλε θα ήταν πως οι γκόμενες ήταν εξωγήινες και θα απήγαγαν τους παίχτες για να κάνουν μία τρομερή ομάδα ποδοσφαίρου στον πλανήτη τους, επειδή εκεί δεν είχαν ποδόσφαιρο ποτέ και το γουστάρανε οι εξωγήινοι το ποδόσφαιρο.
    Έβαλε τις τελευταίες πινελιές στο σενάριο. Ήξερε πως ήταν για τα σκουπίδια αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήθελε τα φράγκα. Του άρεσε το κακό γράψιμο. Άλλωστε κι εκείνα που έγραφε κι αυτός τέτοια ήτανε. Σαπίλες και ψιλοτσόντες. Λογοτεχνία για την τουαλέτα. Το γούσταρε. Άλλωστε στην τουαλέτα περνούσαμε το μισό μέρος της ζωής μας και το άλλο μισό στο κρεβάτι. Η τουαλέτα ήταν ένα σημαντικό μέρος στις ζωές των ανθρώπων και κάποιος έπρεπε να το τιμήσει με λίγη λογοτεχνία, δεν υπήρχαν πολλοί που το έκαναν αυτό.
    Χτύπησε το τηλέφωνο.
    Τρόμαξε και το μπουκάλι το κρασί έπεσε πάνω στην ποδιά του και τον έκανε πουτάνα. Έβρισε ένα γρήγορο χριστοπανάγιο και σήκωσε το τηλέφωνο.
    «Σας  τηλεφωνούμε από το αστυνομικό μέγαρο Ηρακλείου. Πρέπει να περάσετε από εδώ στις 5. Έχουμε κάποιες ερωτήσεις να σας κάνουμε σχετικά με ένα συγκεκριμένο άτομο» είπε ο μπάτσος.
    «Με κοροϊδεύετε;».
    «Στις 5 στο Μέγαρο. Μην με αναγκάσετε να στείλω περιπολικό» είπε αγριεμένος ο μπάτσος.
    Ο Κοβαλένκο αναρωτήθηκε από πότε είχε ξαναγυρίσει η χούντα. Τι γινόταν, που ήταν τα τανκς; Δεν καταλάβαινε τίποτα ρε πούστη. Η ώρα ήταν 3. Έφαγε κάτι λουκάνικα από το Λιντλ στο τηγάνι. Δεν θα πήγαινε πουθενά. Μάλλον κάποιος του έκανε πλάκα. Πήρε τηλέφωνο το νούμερο από την κάρτα που του είχε δώσει ο κύριος Ψ.
     Ψ. – ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΤΑΙΝΙΩΝ ΤΕΧΝΗΣ ΜΕ ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ – 6974356725 – ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΩΣ 134 – ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ, EMAIL MAKPSI@GMAIL.COM
    Άφησε να χτυπήσει δέκα φορές και μετά το έκλεισε. Δεν το σήκωσε κανείς.
    Κατά τις 10 τη νύχτα το είχε ξεχάσει. Είχε γίνει στουπί στο μεθύσι με τη ρακή που του είχαν φέρει για δώρο κάτι γείτονες. Κάτι έγραφε στον υπολογιστή όταν η πόρτα έσπασε και μπήκαν μέσα κάτι γορίλες με πολιτικά. Τρία άτομα. Τον άρπαξαν αστραπιαία από την καρέκλα και τον έριξαν στο πάτωμα.
    «ΛΕΓΕ ΡΕ ΜΟΥΝΙ!!! ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΡΕ;;; ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ;;; ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΧΕΙΣ ΚΡΥΜΜΕΝΟ;;;» ούρλιαξε ο γορίλας νούμερο ένα από πάνω του. Σάλια τον βρήκαν στο πρόσωπο.
    Κάποιος του έριξε μία κλωτσιά στο γόνατο. Γαμήθηκε στον πόνο.
    «ΛΕΓΕ ΡΕ ΑΡΧΙΔΙ!!! ΤΙ ΕΧΕΙΣ ΕΣΥ ΜΕ ΤΟΝ Ψ. ΡΕ; ΛΕΓΕ ΡΕ ΜΟΥΝΙ!» είπε ο γορίλας νούμερο ένα.
    Δεν πρόλαβε να ανοίξει το στόμα του ο Κοβαλένκο για να αρθρώσει λέξη και κάποιος τον χτύπησε στο κεφάλι με κάτι σκληρό και έχασε τον κόσμο. Λιποθύμησε.
    Ξύπνησε μετά από πολλή ώρα. Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή, το σπίτι πουτάνα. Του είχαν διαλύσει το διαμέρισμα. Κάτι έψαχναν. Η μύτη του πρέπει να ήταν σπασμένη, είχε ένα τεράστιο φούσκωμα στο κεφάλι και το γόνατο του τον πονούσε φρικτά. Σηκώθηκε με τα χίλια ζόρια. Έκανε εμετό στο χαλί. Ξανασηκώθηκε. Το πουκάμισο του ήταν γεμάτο αίμα. Πήγε μέχρι το γραφείο. Ο υπολογιστής σπασμένος και ο σκληρός του άφαντος. Το σενάριο είχε κάνει φτερά. Δεν το είχε σώσει πουθενά αλλού.
    Χτύπησε το τηλέφωνο του.
    «Ναι;».
    «Είναι έτοιμο;» είπε ο κύριος Ψ.
    «Άντε γαμήσου ρε αρχίδι» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Τι έπαθες αγόρι μου;».
    «Με γαμήσανε κάτι μπάτσοι και μου σπάσανε το σπίτι. Το σενάριο το πήρανε» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Μην ανυσηχείς αγόρι μου. Σου στέλνω από εκεί τη Σίσσυ να σε καλμάρει» είπε ο κύριος Ψ.
    «Πες της να φέρει ουίσκι και μπεταντίν και ντεπόν και τίποτα να φάμε γιατί πεθαίνω» είπε ο Κοβαλένκο.
    Έκλεισαν.
    Η Σίσσυ ήταν η τύπισσα από το γραφείο. Του έφερε ένα σωρό πράγματα και φαγητά.
    Ήπιανε μαζί ουίσκι και φάγανε και η Σίσσυ άρχισε να του συμμαζεύει λίγο το δωμάτιο από την καταστροφή που άφησαν πίσω τους οι μπάτσοι.
    «Μωρό μου σε θέλω» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Δεν μπορώ, είμαι παντρεμένη» είπε η Σίσσυ.
    «Τουλάχιστον δώσε μου το τηλέφωνο σου» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Εντάξει, αλλά να μην με πάρεις τηλέφωνο» είπε η Σίσσυ.
    «Ποτέ».
    Την έπιασε τον κώλο και εκείνη του έριξε μία γροθιά στην ήδη σπασμένη του μύτη. Έπεσε ξερός από τον πόνο. Άνοιξε τα μάτια του και από πάνω του στεκόταν ο κύριος Ψ.
    «Μην φοβάσαι. Εγώ είμαι εδώ» είπε ο κύριος Ψ.
    Έκατσαν στον ξεσκισμένο καναπέ.
    «Σε πόσο καιρό νομίζεις πως θα μπορέσεις να ξαναγράψεις το σενάριο;» είπε ο κύριος Ψ.
    «Θέλω να γαμήσω τη Σίσσυ, χέστηκα για το σενάριο» είπε ο Κοβαλένκο.
    «Θα γίνει κι αυτό. Όλα θα γίνουν. Πες μου για το σενάριο» είπε ο κύριος Ψ.
    «Γαμώ τα κωλοσενάρια».
    «Ορκίστηκα πως θα αλλάξω ζωή. Θα γίνω τίμιος» είπε ο κύριος Ψ.
    «Κι εγώ τι φταίω;».
    «Θα οσυ δώσω 1000 ευρώ».
    «Δεν έχω υπολογιστή».
    «Σου πήρα καινούριο» είπε ο κύριος Ψ.
    «Που είναι;» ρώτησε ο Κοβαλένκο.
    «Στο αμάξι τον έχω. Κάτσε να στον φέρω» είπε ο κύριος Ψ. και σηκώθηκε. Πλησίασε την μπαταρισμένη πόρτα του διαμερίσματος. Η πρώτη πιστολιά έπεσε όταν άνοιξε την πόρτα ο κύριος Ψ. Ο Ψ. την έφαγε στο χέρι αλλά δεν μάσησε. Έπιασε το δικό του πιστόλι και άρχισε να ρίχνει βολές στους μπάτσους που του την είχανε στημένη απ’ έξω. Γινόταν της πουτάνας. Το πούρο πάντα στο στόμα του να καπνίζει.
    Ο κύριος Ψ. έφαγε δύο μπάτσους. Ο τρίτος την έκανε και πήγε να φωνάξει ενισχύσεις μάλλον. Ο κύριος Ψ. ήταν νεκρός. Ο Κοβαλένκο έπιασε σφιγμό αλλά τίποτα. Νεκρός για πάντα. Πήρε τα κλειδιά από την τσέπη του κουστουμιού του. Το πούρο του έκαιγε ακόμα στο στόμα. Δεν το ακούμπησε το πούρο. Ήταν ιερωσυλία να κάνει κάτι τέτοιο. Του ευχήθηκε σιωπηλά καλό ταξίδι. Πήγε στο αυτοκίνητο, μία ακριβή μπέμπα, καινούρια, ασημί, και έβαλε μπρος. Στο κάθισμα του συνοδηγού υπήρχε ένα ολοκαίνουργιο λάπτοπ από εκείνα τα ακριβά.
    Έψαξε στις τσέπες του παντελονιού του και βρήκε το χαρτάκι με το τηλέφωνο της Σίσσυ. Την πήρε τηλέφωνο. Του είπε να πάει από το σπίτι της. Του είπε πως δεν ήταν παντρεμένη και πως τόσο καιρό τον τέσταρε για να δει τι άνθρωπος ήταν. Εκείνος της έριξε μια χριστοπαναγία και κλείσανε.
    Έφτασε στις Πατέλες και πάρκαρε μακρυά. Πήγε με τα πόδια στο σπίτι της στον Πόρο. Είχε μαζί του το λάπτοπ. Της εξήγησε όλη την ιστορία. Εκείνη του έφερε μία μπύρα και ένα τεράστιο πούρο.
    Έβαλε στη πρίζα το λάπτοπ.
    Μύριζε καινουργίλα.
    Άρχισε να γράφει, άνοιξε τη μπύρα και άναψε το πούρο. Κοίταξε τα σταυρωμένα μπούτια της Σίσσυ απέναντι του και αισθάνθηκε καλύτερα.
    Σκέφτηκε να αφήσει μουστάκι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου