25.3.13




Αγία Φωτεινή


Δεν του άρεσε να γελάει. Καθόταν μόνος του στο μικρό σπίτι. Κάπνιζε ένα τσιγάρο. Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο μονό κρεβάτι στο δίπλα κτίριο.
Ηταν όμορφη αλλά δεν τον απασχολούσε. Εβαλε το μπουφάν του, πήρε το αλυσοπρίονο και βγήκε από την πόρτα.
Έξω έβρεχε γι' αυτό κουβαλούσε τα ξύλα κάτω από το λυόμενο και τα έκοβε. Μία πριονιά σε όλα.
Εκείνη πήγε και τον βρήκε εκεί που δούλευε.
"Τι κάνεις; Ηπιες καφέ;" τον ρώτησε.
"Ναι".
"Θα μαγειρέψω αρνί".
Εκείνος έγνεψε θετικά.
Τελείωσε με το κόψιμο και άναψε τσιγάρο. Κοίταξε την κορφή της Αγίας Φωτεινής. Μαύρα σύννεφα μαζευόντουσαν. Ο καιρός έδενε.
Εκεί πάνω τον είχανε βαπτισμένο. Ακροφοβία.
Δεν έβλεπε καλά από το ένα μάτι. Ο ήχος από το αλυσοπρίονο ήταν ωραίος.
Δεν ήξερε πότε πέρασε η ώρα.
Εκείνη του φώναξε να φάνε.
Άρχισε να βρέχει όταν μπήκε μέσα στο σπίτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου