15.3.13



Ένα μικροαστικό δείπνο



    Είχε βγάλει κάτι μαλακίες στο στόμα και έμοιαζε με τέρας. Κάτι σαν έρπης αλλά όχι πάλι έρπης. Όταν άνοιγε το στόμα του πονούσε.  Όλα πήγαιναν ψιλοσκατά, δουλειά δεν υπήρχε, λεφτά δεν υπήρχαν. Οι φίλοι και οι γυναίκες τον είχαν ξεχασμένο.
    Κάποιος ή κάτι μέσα σε αυτή την κοινωνία του ρουφούσε τη ζωή από μέσα του.
    Δεν γούσταρε να κοιτάει και πολύ τη φάτσα του.
    Έπεσε να κοιμηθεί γιατί δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει. Δεν ήταν αυτό που λέμε, άλλο ένα ενεργό μέλος της κοινωνίας μας. Ήταν ένας τεμπέλης, ένας αργόσχολος, ένα ρεμάλι, ένα βαρεσαρόσκυλο, ένα βρωμερό σαλιγκάρι χωρίς καβούκι.
    Υποτίθεται πως ήταν συγγραφέας αλλά κανένας εκδότης δεν γούσταρε αυτά που έγραφε.
   Κάτι είχε εκδόσει πριν εκατό χρόνια αλλά από τότε τίποτα. Τότε ήταν της μόδας το κακό γράψιμο βλέπεις.
    Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του σπουδαίο και μεγάλο και έβριζε συνέχεια τους πάντες. Ήταν ψιλομαλάκας. Του άρεσε, ζούσε τη φάση του όπως τη γούσταρε.
    Οι γείτονες τον κοροϊδευαν και τον αποκαλούσαν ο Κύριος Μυστήριος. Έσπαγαν πλάκα με την περίπτωση του. Ο ίδιος το ήξερε πως τον δούλευαν ψιλό γαζί αλλά δεν έδινε σημασία. Είχε class, δεν μπορούσε να πέσει στο επίπεδο τους. Μαλάκες μικροαστοί, σκουπιδοφάγοι, αγάπες μου, έλεγε.
    «Ρε συ Τάσο, πότε τελικά θα σου εκδόσουν το νέο σου βιβλίο;» ρώτησε ο Μάκης ο γείτονας που ήτανε τραπεζικός υπάλληλος στην Κύπρου και έπαιρνε καλό μισθό.
    «Ποτέ» είπε ο Τάσος. Άφησε μία κλανιά. Βρώμησε. Ο Μάκης έκανε πως δεν την μύρισε.
    «Ρε συ Τάσο , ψήσου να έρθεις το βράδυ, θα έχουμε κάτι φίλους στο σπίτι και θα φάμε μπριτζόλες, έλα κι εσύ αν θες να σου κάνουμε το τραπέζι» είπε ο Μάκης.
    Ο Τάσος ήξερε πως γυρεύανε κανά ηλίθιο να σπάσουνε πλάκα οι μαλάκες γιατί μόνοι τους θα βαριόντουσαν, από εκεί να δεις πόσο αδιάφοροι ήτανε σαν άνθρωποι, νεκροί, άχρωμοι, ψεύτικοι. Όλοι τους βολεμένοι δημόσιοι υπαλληλοι και τραπεζικοί και γιατροί. Δεν έδινε δυάρα. Τσάμπα πιώμα. Θα πήγαινε. Σιγά να μην το έχανε.
    «Τι ώρα;» είπε ο Τάσος.
    «Στις 9 ακριβώς να είσαι πάνω» είπε ο Μάκης και του έκλεισε το μάτι πονηρά. Τι μαλάκας.
    Πήγε πάλι μέσα στο σπίτι. Έμενε στο ισόγειο. Έδινε 150 ευρώ το μήνα. Δεν είχε πληρώσει ακόμα το νοίκι του μήνα. Δεν είχε φράγκα. Δεν ήξερε τι θα κάνει. Η σπιτονοικοκυρά ήτανε η μάνα του Μάκη του μαλάκα του τραπεζικού.
    Άραξε στον υπολογιστή και έγραψε μία σύντομη ιστορία για κάτι ζόμπι που γαμούσανε νεράιδες του δάσους και μετά όλοι μαζί αυτοκτονούσανε πέφτωντας από ένα βουνό και τους έτρωγαν τα εντόσθια κάτι γεράκια. Ήταν μία ιστορία μαγικού ρεαλισμού. Την καινούρια του συλλογή διηγημάτων την έλεγαν Ο χρόνος κυλάει σαν το χύσι μου μέσα από το μουνί σου. Σε λίγο καιρό θα την τελείωνε. Ήταν περήφανος που ήταν ο μόνος στην Ελλάδα που έγραφε με αρχίδια και όχι με κώλο.
   Άνοιξε ένα μπουκάλι μπύρα από το Λιντλ. Απο εκείνα τα μικρά τα ωραία τα πράσινα. Άναψε ένα μισοσβησμένο πούρο από το περίπτερο γεύση σοκολάτας και άρχισε να γράφει. Το winamp έπαιζε Handel. Ο Τάσος βρισκόταν στον παράδεισο. Γκόμενα δεν είχε αλλά δεν τον ένοιαζε. Γαμούσε μόνο πουτάνες. Ήταν ντροπαλός κατά βάθος και του άρεσε να πληρώνει πριν γαμήσει.
    Η ώρα είχε πάει 9 και ο Τάσος ήταν ήδη λιάρδα από τις μπύρες.
    Χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο Μάκης.
    «Έλα πάνω, έχουμε μαζευτεί» είπε ο Μάκης.
    Ντύθηκε, έπλυνε λίγο τη μάπα του να συνέλθει και έκλεισε τον υπολογιστή αφού έσωσε αυτά που είχε γράψει στο Word.
    Χτύπησε το κουδούνι και του άνοιξε ένα ωραίο γκομενάκι. Ήταν η γυναίκα του Μάκη η Λένα. Ο μπαμπάς της είχε μία μεγάλη εταιρία με φορτηγά, εισαγωγές εξαγωγές και τα ρέστα. Πολλά λεφτά.
    «Γειά σου Τάσο, πέρασε, έλα, εδώ στο σαλόνι είμαστε όλοι» είπε η Λένα και ο Τάσος ακολούθησε τα θεσπέσια πισινά της. Το σπίτι ήτανε χλιδάτο και τεράστιο. Τα πάντα μέσα ήταν πανάκριβα και όμορφα.
    Άραξε σε μία πολυθρόνα. Στον καναπέ καθόντουσαν τρία άτομα. Δύο άντρες και μία γυναίκα που δεν τους ήξερε. Στην άλλη πολυθρόνα ήταν μία άλλη γυναίκα, αρκετά καλή. Είχε σταυρώσει τα πόδια της και ήταν πολύ σέξυ με τη φούστα που φορούσε. Το βλέμμα της ήταν παράξενο και τα μάτια της λάμπανε. Σίγουρα ήτανε κι εκείνη μπέκρα. Είχε κάτι το διαφορετικό πάνω της.
    «Υπάρχει τίποτα να πιούμε;» ρώτησε ο Τάσος χωρίς να συστηθεί. Άφησε μία κλανιά. Όλοι έκαναν πως δεν το άκουσαν.
    «Ναι βέβαια, πω, πω, χαχα, βιάζεσαι βρε Τάσο» είπε η Λένα. Ο Μάκης ήταν στο μπαλκόνι και πάλευε με μία ψησταριά και κάτι κρέατα. Μύριζε ωραία.
    Άναψε τσιγάρο και όλοι τον κοιτούσαν. Κανένας δεν κάπνιζε. Κανένας δεν έπινε τίποτα. Κοιτούσαν το κενό. Τι σκατά πάρτυ ήταν αυτό πάλι;
    «Εσύ φίλε με τι ασχολείσαι;» ρώτησε ο ένας από τους δύο άντρες από τον καναπέ.
    «Συγγραφέας είμαι» είπε ο Τάσος.
    «Α ναι; Τι γράφεις;» ρώτησε με ενδιαφέρον η γκόμενα που καθόταν μόνη της με τα ωραία πόδια.
    «Τα πάντα» είπε ο Τάσος.
    «Δεν γίνεται αυτό» είπε ο άλλος άντρας.
      Ο Τάσος δεν μίλησε και τράβηξε τζούρα αλα Γιώργος Φούντας σκληρό ήφος.
    Δεν ξαναμίλησαν για λίγο. Η Λένα έφερε τις μπύρες και τα κρασιά. Ο Τάσος άρπαξε μία μπύρα και την κατέβασε σχεδόν μονορούφι. Όλοι του έριχναν κρυφές ματιές και κρυφογελούσαν. Το δούλεμα μόλις άρχιζε, σκέφτηκε ο Τάσος. Έπρεπε να πιεί ακόμα μία μπύρα για να μπορέσει να πιάσει το ρόλο του κλόουν καλά.
    Ήπιε άλλη μία μπύρα μονορούφι.
    «Και έχεις εκδόσει τίποτα;» ρώτησε ο ένας.
    «Ναι, κάτι έχω εκδόσει» είπε ο Τάσος και ρεύτηκε δυνατά. Όλοι έσκασαν στα γέλια. Ο Τάσος έμεινε απαθής. Ο Μάκης μπήκε μέσα.
    «Που είσαι ρε τρελέ;».
   «Εδώ πίνω τις μπύρες σου και χαλβαδιάζω τη γυναίκα σου» είπε ο Τάσος.
    «Χαχα! Παιδιά, δεν είναι φοβερός τύπος ο Τάσος;» είπε ο μαλάκας ο Μάκης και χτύπησε τον Τάσο στην πλάτη.
    «Ναι, βέβαια, ναι, ναι, βέβαια» είπαν τα παιδιά με μία φωνή σχεδόν.
    «Σε λίγο τρώμε έτσι; Μην μεθύσετε από τώρα ε;» είπε ο Μάκης και έκλεισε πάλι το μάτι στον Τάσο. Τι μαλάκας θεέ μου.
    Η Λένα ήρθε και έκατσε σε ένα σκαμπώ δίπλα από τον Τάσο. Φοβερή κωλάρα.
    «Σου αρέσει ο Νίκος Καζαντζάκης;» ρώτησε η γκόμενα από τον καναπέ ξαφνικά.
    «Όχι» είπε ο Τάσος.
    «Μα πως είναι δυνατόν να μην σου αρέσει;» είπε ο άντρας νούμερο δύο εκ του καναπέος.
    «Τον βαριέμαι το μαλάκα» είπε ο Τάσος.
    Έπεσε σιωπή. Ο Τάσος έπινε σαν τρελός και κάπνιζε σαν ντιζελομηχανή. Ήταν ένας καλός τρόπος να ξεχάσεις πως υπήρχανε κι άλλοι μέσα στο δωμάτιο.
    «Τάσο τι έχεις στα χείλη;» ρώτησε η Λένα με ενδιαφέρον.
    «Ο γιατρός μου είπε πως είναι έρπης» είπε ο Τάσος.
    «Μπλιααάχχχ» έκανε η γκόμενα η καναπεδάτη.
    «Καλά σοβαρά;; Πως το έπαθες;;» είπε η Λένα με σιχαμάρα.
    «Από γλειφομούνι» είπε Τάσος και γέλασε σαν μαλάκας μόνος του.
    Τον κοίταξαν περίεργα. Δεν είπε κανείς τίποτα. Κανένα σχόλιο.
   Ο Τάσος βαριόταν. Πρέπει να τους είχε απογοητεύσει. Δεν ήταν και τόσο καλός κλόουν τελικά. Την προηγούμενη φορά είχε πιο πολύ πλάκα. Είχε γίνει κομμάτια και έλεγε βρώμικα αστεία στη γυναίκα του Μάκη. Όλοι γελούσαν. Είχαν περάσει καλά. Σήμερα κάτι δεν τσουρλούσε.
   Κάτι έλεγαν για κάποιο αδιάφορο τούρκικο σίριαλ της τηλεόρασης και είχαν παθιαστεί. Ο Τάσος βαριόταν ελεεινά και άρχισε να πίνει κρασί. Οι μπύρες είχαν τελειώσει. Άρχιζε να γίνεται και πάλι φέσι. Ήταν ωραία.
    Ο Τάσος έπιασε το μπούτι της Λένας δίπλα του.
   «Ααα...τι κάνεις;;» είπε η Λένα έκπληκτη και έκανε πέρα το χέρι του Τάσου από το μπούτι της με σιχαμάρα.
    «Λένα έχεις φοβερό κώλο, θέλω να στον χώσω» είπε ο Τάσος και κατέβασε άλλο ένα κρασί από το ποτήρι μονορούφι.
    Οι καλεσμένοι  κοιτιόντουσαν έκπληκτοι. Δεν ήξεραν τι να σκεφτούν. Ο Τάσος άρχισε να γελάει δαιμονισμένα. Έπεσε κάτω και από τα γέλια ξέρασε στο χαλί. Φαινόταν καλό χαλί. Περσικό. Τώρα είχε πάνω ξερατά.
    «Ααα...το χαλί μουυυυ!!» ούρλιαξε η Λένα. Κάποιος τον σήκωσε και τον βοήθησε να σταθεί όρθιος. Ο Τάσος ξέρασε στο πουκάμισο του τύπου που τον βοηθούσε να σταθεί. Εκείνος τον άφησε και άρχισε να κρατάει το στόμα του. Έτρεξε, μάλλον προς την τουαλέτα να ξεράσει κι εκείνος. Γινόταν χαμός. Μπήκε μέσα ο Μάκης με μία άθλια ποδιά και μία πιρούνα στο χέρι.
    «Τι έγινε;» είπε έκπληκτος.
   Το σαλόνι βρωμούσε ξερατά και φόβο.
    «Φίλε μου, να πεις στη μάνα σου πως θα της πληρώσω το νοίκι σύντομα» είπε ο Τάσος με το πλατύ χαμόγελο του μεθυσμένου.
    «Μου έπιασε το μπούτι Μάκη και  μου είπε πως έχω ωραίο κώλο και πήγε να μου τον χώσει!!!» είπε η Λένα.
    «Τι;;;» είπε ο Μάκης. Πήρε φόρα και πήγα να κάνει κάτι με την πιρούνα που κρατούσε στον Τάσο ή έτσι νόμιζε ο Τάσος τουλάχιστον.
    Έριξε μία μπουνιά στη μύτη του Μάκη. Ο Μάκης έπεσε ξερός στο τραπεζάκι του σαλονιού και έσπασε το τζάμι. Η Λένα και η άλλη γκόμενα η καναπεδάτη ουρλιάζανε. Η γκόμενα με τα όμορφα πόδια γελούσε και το διασκέδαζε χωρίς να έχει κουνήσει από την πολυθρόνα της. Πολύ την γούσταρε ο Τάσος την τύπισσα. Είχε στυλ. Δεν καταλάβαινε γιατί έκανε παρέα με τούτα δω τα ζωντόβολα.
   Η Λένα ήταν στο πάτωμα και μάζευε τα γυαλιά. Οι Μάκης έτρεξε στην τουαλέτα με ματωμένη μύτη και τα αίματα παντού απλωμένα στην ηλίθια ποδιά του. Ο άντρας νούμερο δύο δεν σηκώθηκε από τον καναπέ.
    «Τι έκανες ρε μαλάκα;;;» είπε η γκόμενα από τον καναπέ η ξενέρωτη.
    «Τι έκανα;» είπε ο Τάσος.
    «Τον χτύπησσσσεςςςςςς» ούρλιαξε η Λένα και κόπηκε με ένα γυαλί και το χέρι της γέμισε αίμα.
    Η τύπισσα στον καναπέ άρχισε να γελάει ξανά.
    «Τι γελάς μωρή μαλάκω;» είπε η καναπεδάτη στην γκόμενα που γούσταρε ο Τάσος.
    «Άντε γαμήσου μωρή γελάδα» είπε η τύπισσα και σηκώθηκε και έριξε ένα χαστούκι στην καναπεδάτη ανάποδο, δυνατό, με αρχίδια.
    Ο ένας από τους δύο άντρες της έπιασε τον καρπό, λίγο αργά βέβαια γιατί η καναπεδάτη την είχε φάει στη μάπα. Ο Τάσος δεν ήταν ποτέ νταβατζής κανενός αλλά τώρα δεν αντιστάθηκε και είπε να υπερασπιστεί την τιμή της στυλάτης δεσποσύνης. Έριξε μία καρατιά στο χέρι του άντρα νούμερο 2. Εκείνος σηκώθηκε και έριξε μία κλωτσιά στα αρχίδια του Τάσου. Ο Τάσος διπλώθηκε και έπεσε κάτω. Ο τύπος συνέχισε να τον χτυπάει με τα πόδια. Η γαμάτη τύπισσα έριξε μία με το μπουκάλι το κρασί στο κεφάλι του άντρα νούμερο δύο και ο τύπος έπεσε δίπλα στον Τάσο ξερός. Το μπουκάλι δεν είχε σπάσει. Η Λένα και η καναπεδάτη γκόμενα ουρλιάζανε πλέον μαζί ντουέτο. Ο άντρας νούμερο ένα δεν έκανε τίποτα παρά μόνο είχε χλωμιάσει και τους κοιτούσε.
   Ο Τάσος σηκώθηκε και πήγε στην ψησταριά και πήρε μία πασέτα και την έφαγε με λαιμαργία. Του είχε ανοίξει την όρεξη το ξύλο. Ήταν ωραία. Τα αρχίδια του πονούσαν τρομερά και του είχε σηκωθεί λίγο. Η τύπισσα ήρθε από πίσω του και τον φίλησε με τα λάδια από το κρέας στο στόμα του ακόμα. Έφαγε κι εκείνη μία πασέτα. Ήταν γαμώ τα χείλη της.
    Στο σαλόνι γινόταν της μουρλής. Προσπαθούσαν να συνεφέρουν τον άντρα νούμερο 2 από τη μπουκαλιά που είχε φάει στο κεφάλι.
    «Πως σε λένε μωρό μου;» ρώτησε ο Τάσος την τύπισσα.
    «Μάνια» είπε η τύπισσα.
    «Πάμε σπίτι μου;» είπε ο Τάσος.
    «Ναι» είπε εκείνη.
    Έσκασε ο Μάκης με μπαταρισμένη μύτη. Την είχε τυλίξει με κωλόχαρτο και έμοιαζε με ματωμένη μούμια.
    «Θα σου κάνω μήνυση ρε κερατά!» είπε ο Μάκης στον Τάσο και έκανε να τον αρπάξει.
    Η Μάνια έριξε άλλη μία μπουνιά στη μύτη του Μάκη. Ο Μάκης ούρλιαξε από τον πόνο και έκανε εμετό στο μπαλκόνι. Η Λένα ήρθε από μέσα και ούρλιαζε παντού ακόμα και στους τοίχους. Είχε ωραίο κώλο αλλά ούρλιαζε πολύ.
    «Και σου είπααααα! Μηννννννν την καλέσεις την τρεληηηηηή! Στο είπααααα!» ούρλιαξε η Λένα στο αυτί του Μάκη που έκανε ακόμα εμετό και αίματα τρέχανε από τη μύτη του στο πλακάκι και μέσα στον εμετό. ο Τάσος άρχιζε να λυπάται τον κακομοίρη τον Μάκη. Του είχε φάει τη ζωή ο όμορφος κώλος της Λένας, ήταν φανερό.
    Ο Τάσος πήρε από το χέρι την Μάνια και την έκαναν από εκεί μέσα. Κατέβηκαν τις σκάλες και μπήκαν στο τσαρδί του Τάσου.
   Μόλις έκλεισαν τη πόρτα πίσω τους έσκασαν στα γέλια και οι δύο και μετά ενώσανε τα χείλη τους. Ήταν ζεστά κι ωραία.
   Είχαν όλη τη νύχτα μπροστά τους για να γνωριστούνε καλύτερα.
  
   
   
   
   
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου