8.3.13




Το σπέρμα


    Δεν ήξερε πως να βγάλει τα έξοδα του μήνα. Τι άλλο να έκανε; Δεν ήθελε να γίνει ανδρική πόρνη. Δεν γούσταρε. Πήγε σε ένα κέντρο που μαζεύανε αίμα και σε πληρώνανε. Πήγε μία φορά και πήρε 50 ευρώ. Πλήρωσε το ένα τέταρτο από το νοίκι. Σκατά. Δεν τον αφήνανε να ξαναδώσει αμέσως αίμα. Έπρεπε να βρει λεφτά.
    Κάποιος φίλος του είπε πως μπορούσε να δώσει σπέρμα. Πήγε εκεί που του είπαν. Του πήραν ένα δείγμα και του είπαν να περιμένει.
    «Κύριε Κοβαλένκο, το σπέρμα σας είναι παράξενο. Δεν έχουμε ξαναδεί τέτοιο πράγμα ποτέ» του είπε μία τύπισσα με άσπρη ρόμπα. Είχε φοβερό κορμί και εκείνος κάβλωσε λίγο.
    «Δηλαδή δεν μπορώ να δωρίσω σπέρμα;» ρώτησε με αγωνία γιατί είχε ανάγκη τα χρήματα.
    «Όχι, το σπέρμα σας είναι παράξενο και φοβόμαστε μην γίνει κάποιο ατύχημα με τις πελάτισσες μας» είπε η τύπα και του χαμογέλασε.
    Πήγε σπίτι με σκυμμένο το κεφάλι. Δεν ήξερε τι να κάνει. Τι σκατά είχε το σπέρμα του; Τράβηξε μία μαλακία και πασάληψε το σπέρμα του στον τοίχο. Το κοίταζε, ήταν άσπρο και πηχτό. Μια χαρά του φαινόταν. Άναψε τσιγάρο. Κοιτούσε το ταβάνι για μία ώρα. Άνοιξε μία μπύρα. Μετά άνοιξε άλλη μία. Πήγε στο περίπτερο και έκλεψε άλλες δύο μπύρες και ένα κρουασάν σοκολάτας.
    Άρχισε να γράφει μία ιστορία για έναν πειραματιστή εξωγήινο που επισκέφτηκε τη Γη για να δοκιμάσει το ανθρώπινο σεξ. Ο εκδότης του τον είχε από καιρό ξεγραμμένο. Εκείνος δεν νοιαζόταν για την πορεία της λογοτεχνίας, τα νόμπελ και τα βραβεία, οι περισσότεροι συγγραφείς τον άφηναν παγερά αδιάφορο. Τον ένοιαζε μόνο πως θα πληρώσει το επόμενο νοίκι και πως θα αγοράσει ένα σαλάμι από το σούπερ μάρκετ χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει στην παρανομία.
    Κοίταξε λίγο κάτι αγγελίες στο ίντερνετ. Δεν υπήρχε δουλειά. Τα βιογραφικά στοιβάζονταν σαν πύργοι σε όλα τα γραφεία των εργοδοτών. Εκείνος είχε βγάλει μόνο το λύκειο, δεν είχε ελπίδες μπροστά στα σύγχρονα γεράκια με τα πτυχία και τα μεταπτυχιακά. Σκατά.
    Τον πήρε ο ύπνος μετά που κατέβασε και τις άλλες δύο μπύρες.
    Το πρωί ξύπνησε και παρατήρησε το σημείο που είχε πασαλείψει το σπέρμα του πάνω στον τοίχο.
    Ο τοίχος είχε φαγωθεί και φαινόταν το τούβλο από πίσω. Το σπέρμα του ήταν σαν οξύ και είχε λιώσει τον τοίχο. Τι σκατά γινόταν, σκέφτηκε. Ίσως έβλεπε παραισθήσεις. Πήγε αμέσως και πλύθηκε. Έριξε και ένα καλό χέσιμο. Ξαναπήγε και κοίταξε τον τοίχο. Ο τοίχος ήταν μια χαρά. Έβγαλε από το στήθος του έναν ήχο ανακούφισης. Ίσως να έφταιγαν οι μπύρες και το άγχος για το που θα βρει να πληρώσει το νοίκι. Σκατά.
   Έκατσε στον υπολογιστή και άρχισε να γράφει μία καινούρια ιστορία για μία ληστεία τράπεζας. Άναψε τσιγάρο. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν εκείνη η γκόμενα από την κλινική σπέρματος πάλι.
    «Γειά σας κ. Κοβαλένκο, θα θέλαμε να περάσετε από την κλινική μας για περαιτέρω εξετάσεις τις οποίες θα τις χρεωθούμε εμείς, εσείς δεν θα χρειαστεί να πληρώσετε τίποτα» είπε η τύπισσα.
    Εκείνος την πήρε χαμπάρι τη δουλειά. Κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτήν την ιστορία. Έπρεπε να βγάλει και κανά φράγκο.
    «Δεν  μπορώ, έχω δουλειές. Θα έρθω μόνο εαν με πληρώσετε» είπε εκείνος.
    «Μάλιστα, καταλαβαίνω, μισό λεπτάκι παρακαλώ...» είπε η τύπισσα και μίλησε με κάποιον εκτός τηλεφώνου για κανά δύο λεπτά.
    Εκείνος είχε πιάσει το πέος του και χαϊδευόταν. Του άρεσε αυτή η αναμονή  από το τηλέφωνο και κάβλωσε. Φαντασιώθηκε την τύπισσα με την άσπρη ρόμπα γυμνή από μέσα.
    «Λοιπόν, μόλις μίλησα με τον υπεύθυνο και συμφωνεί να σας προσλάβουμε σαν...ας το πούμε...υποψήφιο για τις έρευνες που θέλουμε να πραγματοποιήσουμε πάνω στο σπέρμα σας» είπε με επίσημο ύφος Καρδιναλλίου η τύπισσα.
    «Εντάξει, δέχομαι να γίνω το πειραματόζωο σας» είπε εκείνος χαρούμενος γιατί είχε βρει επιτέλους δουλειά. Και όπως λέει και το ηλίθιο ρητό,  η δουλειά δεν είναι ντροπή.
    Ήταν στην κλινική στις 12 το μεσημέρι. Κάποιος του έδωσε καφέ και του είπε να περιμένει. Παντού υπήρχαν ωραίες γυναίκες που πηγαίνανε πάνω κάτω και τα καπούλια τους ήταν θεσπέσια. Μερικές ήταν πελάτισσες που ήθελαν σπέρμα καλής ποιότητος και οι υπόλοιπες ήταν γιατρίνες ή υπάλληλοι της κλινικής.
    Έσκασε ένα τύπος που έμοιαζε να είναι ο αρχί-γιατρός. Έμοιαζε με το τέρας του Φρανκενστάιν, στο πιο πολιτισμένο κάπως και χωρίς την λοβοτομή.
    «Κύριε Κοβαλένκο θα πρέπει να χαλαρώσετε γιατί αυτό κάνει καλό στο σπέρμα σας. Έχουμε πληροφορίες από τα δεδομένα μας πως το σπέρμα σας μπορεί να είναι κάτι το εντελώς ξεχωριστό. Θα πρέπει να μένετε εδώ μέσα. Σας έχουμε ετοιμάσει ένα ειδικό δωμάτιο όπου θα μπορείτε να ξεκουράζεστε. Ο μισθός σας θα είναι 650 ευρώ. Αυτό θα γίνει για ένα μήνα και μετά θα δούμε εαν θα χρειαστεί κι άλλος χρόνος για τις έρευνες μας» είπε ο Φρανκενστάιν.
    Η τύπισσα με την οποία μιλούσανε στο τηλέφωνο  ήρθε και τον οδήγησε στο δωμάτιο του. Αισθανόταν σαν να ήταν σε κάποιο ξενοδοχείο για τρελούς. Είχε στύση. Εκείνη το πρόσεξε και χαμογέλασε. Τη ρώτησε πως τη λένε κι εκείνη είπε Γιάννα.
    «Χρειάζεστε τίποτε άλλο κύριε Κοβαλένκο;» ρώτησε η κάβλα η Γιάννα.
    «Ένα κουτί πούρα, μία εξάδα μπύρες και μερικά κουπόνια στοιχήματος..α και μία εφημερίδα για στοιχήματα» είπε.
    «Αμέσως» είπε η Γιάννα και έφυγε.
    Το δωμάτιο ήταν γαμάτο. Είχε και παράθυρο που έβλεπε στον Άγιο Μηνά. Γαμώ ήταν. Το κρεβάτι ήταν ολοκαίνουριο. Κάποιος το είχε βάλει εδώ μόνο για εκείνον. Άραξε στο κρεβάτι και άρχισε να παίζει το πουλί του. Είχε ξεχαστεί τελείως όταν ο Φρανκενστάιν μπούκαρε χωρίς να χτυπήσει  μέσα στο δωμάτιο. Εκείνος μάζεψε γρήγορα το πέος του και σηκώθηκε από το κρεβάτι.
    «Πως μπαίνεις έτσι μέσα ρε μαλάκα;» είπε εκείνος αγριεμένος.
    «Σε παρακαλώ...εδώ δεν ήρθες για να τραβάς μαλακία» είπε ο Φρανκενστάιν νευριασμένος.
    «Στ’ αρχίδια μου σε γράφω, εδώ είναι το δωμάτιο μου και κάνω ότι γουστάρω και την άλλη φορά που δεν θα χτυπήσεις την πόρτα θα σε σκίσω» είπε εκείνος γεμάτος αυτοπεποίθηση γιατί ήξερε πως τον είχαν ανάγκη, εκείνον αλλά κυρίως το σπέρμα του το θαυματουργό.
    «Να είσαι έτοιμος στις 6 για το πρώτο δείγμα. Δεν πρέπει να φας ή να πιείς τίποτα» έφτυσε ο Φρανκενστάιν και έφυγε νευριασμένος.
    Μετά από λίγο μπήκε μέσα η Γιάννα. Είχε φέρει μαζί της πούρα, μπύρες και τα κουπούνι του στοιχήματος και την εφημερίδα.
    Εκείνος δεν έχασε καιρό. Την άρπαξε από τον κώλο και την έφερε κοντά του.
    «Σας παρακαλώ κ. Κοβαλένκο, δεν πρέπει..» είπε η Γιάννα.
    «Σκάσε...εσύ θα μου πάρεις το δείγμα» είπε εκείνος και της σήκωσε την ιατρική ρόμπα. Από μέσα δεν φορούσε άλλα ρούχα παρά μόνο το κυλοτάκι της. Παραμέρισε το κυλοτάκι και της έβαλε δάχτυλο. Ήταν υγρή. Εκείνη του πέταξε έξω το εργαλείο και άρχισε να το τρομπάρει. Άρχισε να του γλύφει τ’ αρχίδια. Βρισκόταν στον παράδεισο. Την γύρισε και της πέταξε έξω τα μεγάλα της βυζόμπαλα. Ήταν φοβερά και σφιχτά σαν πεπονάκια. Την έριξε στο κρεβάτι και της τον έχωσε χωρίς σάλιο. Εκείνη ούρλιαξε.
    «Μηηηη...πρέπει  να σας βάλουμε κάπου το σπέρμα κ. Κοβαλένκο! Δεν πρέπει να πάει χαμένο! Μηννννν ξεχνάααατε τι είπε ο γιατρόςςςςςςς».
    Εκείνος δεν είπε τίποτα παρά μόνο της τον έχωνε αργά και σταθερά. Εκείνη σηκώθηκε και πήγε σε ένα ντουλάπι. Εκείνος την ακολουθούσε κανονικά με το πέος του χωμένο μέσα της. Εκείνη πήρε στα χέρια της ένα ουροσυλλέκτη από ένα συρτάρι. Ξαναπήγαν στο κρεβάτι. Εκείνος τώρα ήταν έτοιμος να χύσει. Τραβήχτηκε από μέσα της και της έκανε νόημα να ανοίξει το κουτάκι. Εκείνη το άνοιξε και εκείνος έβαλε μέσα στο πέος του και έχυσε μέσα στον ουροσυλλέκτη. Μερικές σταγόνες σπέρματος της ήρθαν στο πρόσωπο και η Γιάννα τις έγλυψε αμέσως με μανία πεινασμένης καλόγριας.
    Εκείνος άναψε ένα πούρο και άνοιξε μία μπύρα. Η Γιάννα τον φίλησε στο στόμα και έφυγε χαζογελώντας με την κωλάρα της να πηγαίνε πέρα δώθε σαν θεσπέσιο ζελεδάκι από τον παράδεισο.
    Άνοιξε το κουπόνι του στοιχήματος και άρχισε να παίζει Αργεντίνικο πρωτάθλημα. Θα έπιανε την καλή μια μέρα. Ήταν γεμάτος θαυματουργό σπέρμα. Τον πήρε ο ύπνος και κανείς δεν τον ενόχλησε μέχρι τις 3 τη νύχτα. Όλα ήταν σκοτεινά μέσα στην κλινική. Δεν υπήρχε ψυχή. Ο Φρανκενστάιν του είπε πριν κλείσει πως αύριο θα του έπαιρναν και το δεύτερο δείγμα σπέρματος. Μια χαρά. Θα ρίχνανε άλλο ένα νουμεράκι με την Γιάννα.
    Στις 3 τη νύχτα ακριβώς κάποιος άρχισε να κοπανάει την πόρτα του δωματίου του. Την είχε κλειδώσει γιατί δεν αισθανόταν και πολύ άνετα εκεί μέσα μόνος του. Το κοπάνημα άρχισε να γίνεται πολύ έντονο. Το σκατό του πήγε στην κάλτσα. Τι γινόταν ρε πούστη;
    «Ποιος είναι;» ρώτησε εκείνος χεσμένος.
    «Εγώ μωρό μου, η Γιάννα είμαι, άνοιξε μου σε παρακαλώωωωωωωω!» ούρλιαξε εκείνη πίσω από την πόρτα.
    Η φωνή της ακουγόταν αλλαγμένη. Κάτι δεν πήγαινε καλά.
    Αποφάσισε να μη ανοίξει την πόρτα και να περιμένει μέχρι το πρωί. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Δεν είχε και μπύρες για να ξεχαστεί γιατί τις είχε πιεί όλες. Το κοπάνημα στην πόρτα δεν σταματούσε. Άρχισε και ο σαματάς. Η Γιάννα άρχιζε να σπάει πράγματα παντού μέσα στην κλινική και να ουρλιάζει. Τι σκατά, σκέφτηκε εκείνος, δεν υπήρχε συναγερμός μέσα σε αυτό το μπουρδέλο;
   Ο θόρυβος σταμάτησε μετά από κανά τρίωρο. Ευτυχώς η Γιάννα ή ότι άλλο πράγμα ήταν εκεί έξω δεν είχε καταφέρει να σπάσει την πόρτα. Τον πήρε πάλι ο ύπνος και τον ξύπνησε η άγρια φωνάρα του Φρανκενστάιν.
    «Ποιος σου είπε να συνουσιαστείς με τη Γιάννα;» ρώτησε εξαγριωμένος ο γιατρός.
    «Άντε γαμήσου ρε..λογαριασμό θα σου δώσω με ποιον θα συνουσιάζομαι;» είπε εκείνος και άναψε τσιγάρο.
    «Δεν καταλαβαίνεις τίποτα έτσι;» είπε ο Φρανκενστάιν.
    Εκείνος δεν μίλησε απλά του έκανε κωλοδάχτυλο. Ο γιατρός αναστέναξε. Είπε μία φράση  όλα για την επιστήμη ή κάτι τέτοιο. Του είπε επίσης να ετοιμαστεί για την δεύτερη δόση σπέρματος το απόγευμα.
     Έκανε μία βόλτα έξω από το δωμάτιο για να πάρει αέρα επιτέλους και να πάει να πιεί καφέ στην καφετέρια της κλινικής. Παρατήτησε πως κάποιοι εργάτες επιδιορθώνανε ζημιές στον χώρο της υποδοχής και απέξω ακριβώς από το δωμάτιο του στον πρώτο όροφο.
    «Τι έγινε ρε φίλε εδώ πέρα;» ρώτησε έναν εργάτη που έβαζε ένα καινούριο τζάμι σε κάτι διαχωριστικά γραφείων.
    «Της πουτάνας έγινε, κάποιος χτες το βράδυ μπήκε εδώ μέσα και τα έσπασε όλα, τα γάμησε όλα. Έσπασε τζάμια, τραπέζια, καφετέριες, υπολογιστές, χαμός έγινε σου λέω» είπε ο εργάτης.
    Εκείνος δεν έδωσε σημασία και έπεισε τον εαυτό του πως είχε παραισθήσεις χτες τη νύχτα. Πήγε και ήπιε καφέ και κάπνισε τσιγάρα και διάβασε την εφημερίδα με τα στοιχήματα. Ξεχάστηκε και γύρισε αργοπορημένος πίσω στο δωμάτιο του. Παντού υπήρχαν και πάλι όμορφες γυναίκες που τον κοιτούσαν λάγνα. Δεν ήξερε τι γινόταν, εκείνος πάντα ήταν ασχημομούρης και κακοντυμένος με ένα μαλλί αφάνα και σάπια δόντια, γιατί όμως τώρα τελευταία οι γυναίκες τον κοιτούσαν με τέτοιο πόθο δεν καταλάβαινε. Δεν τον χαλούσε όμως. Το δεχόταν ευχαρίστως. Ήταν μία αλλαγή.
    Μπήκε στο δωμάτιο και βρήκε εκεί άλλη μία γυναίκα με ιατρική ρόμπα (όχι η Γιάννα) και τρομερό κορμί. Τι σκατά κάνανε, όλες τις διαλέγανε μία, μία εδώ μέσα, σκέφτηκε.
    «Σας έφερα το φαγητό σας κ. Κοβαλένκο» είπε η γυναίκα.
    Πρέπει να ήταν γύρω στα 27 ή κάπου εκεί.
    «Εσύ θέλεις να μου πάρεις το δείγμα;» ρώτησε εκείνος.
    «Δεν καταλαβαίνω τι λέτε» είπε εκείνη.
    Την πλησίασε και την αγκάλιασε σφιχτά. Εκείνη δεν αντιστάθηκε και πολύ. Την φίλησε με γλώσσα. Εκείνη ανταπέδωσε. Τι στο διάολο, όλες βαλτές ήτανε;
    Αμέσως εκείνος (ήξερε πλέον το κόλπο) πήγε στο συρτάρι και έβγαλε από μέσα έναν καινούριο ουροσυλλέκτη. Η γυναίκα τον κοιτούσε με περιέργεια. Την πλησίασε και ξεκούμπωσε το παντελόνι του. Εκείνη του άρπαξε το πέος σαν να ήτανε γρανίτα παγωτό και άρχισε να δουλεύει με το στόμα της ρουφηχτό. Όταν ήταν πλέον έτοιμος να τελειώσει της έκανε νόημα και τον άφησε. Έχυσε μέσα στον ουροσυλλέκτη αλλά πάλι μερικές σταγόνες έπεσαν στο πρόσωπο της γυναίκας. Εκείνη τις καθάρισε με τη γλώσσα της.  
    Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπήκε μέσα ο Φρανκενστάιν φουριόζος.
    «Οοοοοοοοοόχι!!!!» φώναξε σαν τρελός και άρπαξε τον ουροσυλλέκτη από τα χέρια του.
    Η γυναίκα έμεινε άναυδη και εκείνος πάλευε με τον Φρανκενστάιν που ήθελε να του πάρει τον ουροσυλλέκτη από τα χέρια. Από την προσπάθεια το περισσότερο σπέρμα έπεσε στο πρόσωπο του Φρανκενστάιν. Εκείνος όταν ένιωσε το υγρό πάνω στο πρόσωπο του αποτρελάθηκε τελείως και άρχισε να σφαδάζει.
    «ΌοοοοοοΟοΟΟΟΟΟχχχχχιιιιι!!! Δεν είναι δυνατόν!!» ούρλιαξε και σκούπιζε με μανία το σπέρμα από το πρόσωπο του.
    Μετά από εκείνη τη μέρα τον έδιωξαν από την κλινική. Συνολικά κέρδισε 150 ευρώ απο όλη αυτήν την ιστορία μόνο. Η έρευνα είχε λάβει τέλος πρόωρα, όπως του είχε πει εξοργισμένος ο Φρανκενστάιν καθώς σκούπιζε το σπέρμα από το πρόσωπο του με ένα χαρτομάντιλο.
    Εκείνος γύρισε πίσω στο σπίτι του και αγόρασε μία εξάδα μπύρες και πούρα από το περίπτερο. Άραξε στην ξεχαρβαλωμένη του πολυθρόνα και άνοιξε την εφημερίδα με τα στοιχήματα. Θα έπιανε την καλή κάποια στιγμή, που θα πήγαινε, θα έπαιζε κάτι καλό που δεν θα πήγαινε κουβά.
    Είχε πλέον βραδιάσει και είχε ξεχάσει το σκηνικό με την κλινική και το σπέρμα του. Είχε κατεβάσει όλες τις μπύρες και κάπνιζε ένα πούρο κοιτώντας το κενό.
    Ξαφνικά άκουσε τρομερά χτυπήματα στην πόρτα και κάτι σαν να έτρεχαν σάλια και μουγκρητά. Σηκώθηκε και πλησίασε την πόρτα. Έβαλε το αυτί του στο κρύο αλουμίνιο. Πάλι άκουγε ήχους από κάτι υγρό να τρέχει και μουγκρητά ή βογκητά. Έβαλε το μάτι του στο ματάκι της πόρτας.
    Αυτό που αντίκρυσε δεν το περίμενε πως θα το έβλεπε ποτέ.
    Οι δύο γυναίκες από την κλινική, η Γιάννα και η άλλη, μαζί και ο Φρανκεστάιν, στεκόντουσαν σαν ζόμπι απέξω από την πόρτα του και χτυπούσαν με δύναμη το αλουμίνιο. Η πόρτα κόντευε να σπάσει. Εκείνος έριξε άλλη μία ματιά από το ματάκι και παρατήρησε πως αίμα έτρεχε από τα πρόσωπα τους. Ήταν αηδιαστικό. Του ήρθε αναγούλα.
    Απομακρύνθηκε από την πόρτα. Δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν υπήρχε άλλη έξοδος και έμενε στον τρίτο όροφο. Σκατά. Δεν είχε κανένα όπλο μέσα στο σπίτι για ώρα ανάγκης μιας και ήταν ειρηνιστής.
    Η πόρτα έσπασε. Τα τρία ζόμπι από την κλινική μπούκαραν μέσα. Ήταν πολύ γρήγορα τα γαμημένα, όχι σαν αυτά στις ταινίες. Πιο γρήγορος απ’ όλους ήτανε ο Φρανκενστάιν ο καριόλης. Και οι τρεις ήταν με τις ιατρικές τους ρόμπες με’στα αίματα. Τι σκατά γινόταν;
    Ο Φρανκενστάιν πήγε να τον αρπάξει και αίμα έτρεχε από το δεξί του μάτι. Έβγαζαν άναρθρες κραυγές και τα τρία ζόμπι. Τα πρόσωπα τους ήταν λιωμένα από κάτι σαν οξύ. Λες ρε μαλάκα, σκέφτηκε εκείνος, να φταίει το σπέρμα μου; Πω ρε φίλε!
    Έπιασε τον υπολογιστή και τον κοπάνησε πάνω στο κεφάλι του Φρανκενστάιν. Το μισό του κρανίο διαλύθηκε αλλά ο Φρανκενστάιν δεν πτοήθηκε, συνέχιζε την πορεία του προς το κεφάλι του. Έκανε προσποίηση και τον απέφυγε. Του έριξε άλλη μία με το λάπτοπ στην πλάτη και ο Φρανκενστάιν σωριάστηκε μέσα σε μία λίμνη αίματος στο χαλάκι.
    Για μία στιγμή σκέφτηκε το μαλάκα, λέρωσε το χαλί μου.
    Η μία από τις δύο ζόμπι γκόμενες τον έπιασε από πίσω γιατί δεν την είχε δει.
    Τον δάγκωσε στο μάγουλο και εκείνος ούρλιαξε. Ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει. Εκείνη τη στιγμή τον έπιασε και η άλλη ζόμπι γκόμενα η Γιάννα και του δάγκωσε το πέος απέξω από το παντελόνι. Ο πόνος ήταν κάτι το τρομακτικό. Λιποθύμησε.
    Τα ζόμπι από την κλινική τον κατασπάραξαν και άφησαν μόνο τα ρούχα του.
   
   

   
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου