27.3.13

Ficherelli, Felice - The Rape of Lucretia


Σουρεαλισμός Δευτέρα βράδυ


    Είχα πάει στον κινηματογράφο γιατί βαριόμουνα πάρα πολύ και ήθελα κάπως να σκοτώσω την ώρα μου. Πήρα το σαράβαλο μου το Μαρμπέλα και κατηφόρησα μέχρι την Αστόρια. Ο καιρός ήταν σκατά και έβρεχε ακόμα και μέσα στην ψυχή μου. Δεν γούσταρα κανέναν και τίποτα. Ήθελα απλά να βγω λίγο από το μπουντρούμι το δωμάτιο μου, αυτό ήταν όλο. Ο κινηματογράφος ποτέ δεν μου έκανε καμία εντύπωση.
    Πάρκαρα στην Ανάληψη και περπάτησα μέσα στη βροχή μέχρι την πλατεία Ελευθερίας. Ο κόσμος ήταν λιγοστός και οι περισσότερες φάτσες κατσουφιασμένες και μαγκωμένες μέσα στα μπουφάν. Αισθανόμουν λίγο καλύτερα όμως. Γούσταρα να τους βλέπω όλους καμπούρηδες  γιατί μπορούσα να ταυτιστώ, όταν όλοι χαμογελούσαν ήθελα να κάνω εμετό πάνω τους.
    Μπήκα μέσα στο σινεμά.
    «Ένα εισητήριο» είπα.
    «Τι;» είπε ο τύπος από μέσα στο γκισέ.
    «Ένα εισητήριο».
    «Φοιτητικό;».
    «Όχι» είπα.
    Μπήκα μέσα και κάποιοι περίμεναν και κάπνιζαν ή απλά κοιτούσαν το κενό στο φουαγιέ. Έτριψα τσιγάρο. Πήρα μία μπύρα από το μίνι μάρκετ του σινεμά.
    «Δεν επιτρέπεται να την πιείτε μέσα στην αίθουσα» με πληροφόρησε η τύπισσα από το μπαρ.
    Ήπια τη μπύρα με πέντε γουλιές μετρημένες. Αισθάνθηκα καλύτερα.
    Το έργο ήταν μαλακία. Κοιμήθηκα στα μισά. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα πως ήταν ώρα για διάλειμμα γιατί κάποιος σκούντηξε το κάθισμα που καθόμουν. Πήγα στην τουαλέτα.
    Μία γυναίκα με στραπατσαρισμένο πρόσωπο περίμενε έξω από την πόρτα των γυναικείων. Εγώ περίμενα έξω από την πόρτα των αντρικών. Έπιασα να στρίβω τσιγάρο. Είχα σκοπό να φύγω. Δεν άντεχα να δω και το δεύτερο μέρος της ταινίας.
     «Μπορώ να σου κάνω μία τράκα;» ρώτησε η γυναίκα δίπλα μου.
    Της έδωσα τον καπνό μου και εκείνη τον πήρε και άρχισε να στρίβει.
    «Ευχαριστώ» είπε.
    Το σώμα της ήταν πολύ καλό. Ήταν γύρω στα 35. Καστανά μακρυά μαλλιά. Ήταν ταλαιπωρημένη αλλά καλή. Με κάβλωνε. Το πρόσωπο της είχε περάσει πολλά.
    «Θα πάω να πιω μια μπύρα. Δεν αντέχω άλλο την ταινία» της είπα.
    «Ναι, έχεις δίκιο, είναι λίγο βαρετή» είπε.
    «Έχω λεφτά για δύο μπύρες» είπα.
    «Θες να πεις πως δεν έχεις λεφτά για άλλες; Μόνο δύο;» είπε εκείνη κάπως έκπληκτη.
    Δεν ήξερα τι περίμενε. Δεν με ένοιαζε.
    «Ναι, ακριβώς αυτό θέλω να πω» είπα και γύρισα για να φύγω.
    «Κάτσε, να πάρω την τσάντα μου από τη θέση μου και φύγαμε» είπε.
    Είχε τρομερά οπίσθια. Τα κοιτούσα υπνωτισμένος. Φορούσε υφασμάτινο παντελόνι και αυτό κολάκευε τον κώλο της. Την ακολούθησα σαν ζόμπι. Αισθανόμουν εντάξει. Κάποιοι μας κοιτούσαν που φεύγαμε στη μέση της προβολής. Μάλλον εκείνοι δεν θα έκαναν ποτέ κάτι τέτοιο. Μας μισούσαν, το ένιωθα στο βλέμμα τους. Ήθελαν κι εκείνοι να φύγουν αλλά κάτι τους κρατούσε εκεί καρφωμένους.
    Βγήκαμε στο δρόμο και έβρεχε. Καλυφτήκαμε με τα χέρια μας και όπως αλλιώς μπορούσαμε. Εγώ είχα το πρόγραμμα των προβολών και το έβαλα πάνω από το κεφάλι μου αντί ομπρέλας, εκείνη είχε την τσάντα της. Πλατσουρίζαμε στα νερά και έκανε κρύο.
    Μπήκαμε στο πρώτο μπαρ που βρήκαμε μπροστά μας, κάπου στην Κοραή για να γλιτώσουμε από τη βροχή.
    Έπαιζε σάπια ελληνική μουσική αλλά ευτυχώς είχε λίγο κόσμο. Κάτσαμε σε κάτι σκαμνιά στο μπαρ.
    «Δύο μπύρες» είπα στον μπάρμαν.
    «Δεν μου φαίνεσαι να την πολυπαλεύεις» είπε εκείνη.
    «Έχεις καλό μάτι» είπα.
    «Με λένε Ελένη» είπε.
    «Κώστας» είπα και άρχισα να στρίβω. Μετά της έδωσα να στρίψει κι εκείνη.
    «Ξέχασα να πάρω τσιγάρα» είπε.
    Χάζευα λίγο το κενό. Το μπαρ ήταν αδιάφορο όπως και οι φάτσες που ήταν γύρω μας. Η μπύρα ήταν καλή και δροσερή.
    Ήπιαμε για λίγη ώρα χωρίς να λέμε πολλά. Εγώ τελείωσα τη δική μου. Μετά από λίγο τελείωσε κι εκείνη τη δική της.
    «Αυτό ήταν» είπα, «δεν έχω άλλα λεφτά».
    «Πάμε στο σπίτι μου» είπε η Ελένη.
    Πήγαμε μέχρι την Ανάληψη και πήραμε το Μαρμπέλα μου. Ευτυχώς η βροχή είχε κόψει. Έκανε λίγη ώρα μέχρι να πάρει μπροστά το κάρβουνο μου.
   Μου έδειξε το δρόμο. Έμενε κάπου στη Θέρισσο. Σταματήσαμε σε ένα μίνι μάρκετ.
    Η βροχή είχε σταματήσει πλέον τελείως αλλά στον αέρα πλανιόταν μία φαρμακερή υγρασία που σου τρυπούσε τα κόκαλα. Το Μαρμπέλα δεν είχε καλοριφέρ, είχε χαλάσει και έτσι τουρτουρίζαμε σαν ψάρια στη στεριά.
    Κατεβήκαμε από το Μαρμπέλα. Εγώ είχα σκαλώσει στα ζουμερά πισινά της Ελένης και η Ελένη οδηγούσε το δρόμο για το μίνι μάρκετ.
    Πήρε κωλόχαρτο, μία εξάδα μπύρες, 5 πούρα του ενός ευρώ, γαριδάκια και σοκολάτες. Είμασταν επισήμως καβατζωμένοι για τη νύχτα. Μου είπε πως στο σπίτι είχε και ένα μπουκάλι βότκα.
    Παρκάραμε κάπου κοντά στη Μίνωος. Το σπίτι της ήταν στο δεύτερο όροφο μίας παλιάς πολυκατοικίας. Έμενε μόνη.
    Αράξαμε στο σαλόνι. Απέναντι ακριβώς υπήρχε μία τεράστια πινακίδα νέον που έγραφε ΨΗΤΟΠΩΛΕΙΟ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ. Μας φώτιζε τα πρόσωπα με πράσινο και κόκκινο χρώμα. Ήταν ωραία.
    Της είπα να βάλει στον υπολογιστή να ακούσουμε Beethoven, είχα όρεξη για τον γερμαναρά τον κουφό. Με κοίταξε κάπως περίεργα και γέλασε. Έκατσε στον καναπέ και σταύρωσε τα πόδια της μπροστά μου. Ήταν όμορφα πόδια. Φαινόντουσαν οι άκρες από τις κάλτσες της. Το στήθος της ήθελε να αναπνεύσει, το αισθανόμουν. Την πλησίασα και την αγκάλιασα. Στο άλλο χέρι μου είχα μία μπύρα και πήγα να το παίξω μάγκας και να την ανοίξω με τα δόντια. Δεν τα κατάφερα και παραλίγο να σπάσω το δόντι μου. Εκείνη γέλασε και με κοροϊδεψε. Γελάσαμε. Άναψα ένα πούρο. Ήταν φτηνιάρικο και βαρύ αλλά το γούσταρα. Εκείνη προτίμησε τα τσιγάρα της. Την περιποιήθηκα και της έβγαλα το ένα στήθος έξω από την μπλούζα και άρχισα να το πιπιλάω σαν μωρό. Εκείνη βόγκηξε.
    Έπιασα δουλειά. Της έβαλα χέρι και έκανα πέρα το κυλοτάκι της και της έχωσα τα δύο πρώτα δάχτυλα μου μέσα της. Τρελάθηκε. Η γυναίκα είχε καιρό να γαμηθεί. Έτσι φαινόταν ή εγώ δεν ήξερα να κρίνω. Πιάσαμε δουλειά, εκείνη με το πέος μου στο στόμα της και εγώ να της μπαινοβγάζω τα δάχτυλα μου και να γλύφω το στήθος της. Ήταν υγρή.
    Χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας.
    ΝΤΡΙΙΙΙΙΙΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝΝ!!
    Εκείνη πάγωσε και με κοίταξε. Εγώ ούτε καν το είχα ακούσει το κουδούνι από την κάβλα μου.
    «Μισό λεπτό να δω ποιος είναι» μου είπε η Ελένη.
    «Τώρα;» είπα εγώ και την κοίταξα σαστισμένος.
    Σηκώθηκε από τον καναπέ και με άφησε με την πούτσα έξω να κρέμεται σαν πεθαμένο κρέας.
    Άκουσα ομιλίες στο διάδρομο. Δεν καταλάβαινα τι έλεγαν.
    Σε μία φάση έσκασε στο σαλόνι η Ελένη μαζί με έναν μουσάτο, ψηλό τύπο.
    Εγώ είχα ακόμα το πουλί μου έξω και άρχισα να το μαζεύω όσο πιο αξιοπρεπώς γινόταν. Δεν περίμενα τέτοια εξέλιξη.
    Ο μουσάτος, ψηλός τύπος έκανε πως δεν είδε το πουλί μου. Δεν με ένοιαζε για τον μαλάκα. Είχα ξενερώσει.
     Έπιασα τη μπύρα και το πούρο μου.
    «Από εδώ ο Αλέξανδρος» είπε η Ελένη.
    Ο Αλέξανδρος έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι και έκατσε στην πολυθρόνα απέναντι μου.
    Έκανα κι εγώ ένα νεύμα χωρίς να πω τίποτα.
    Τι γινόταν ρε πούστη μου; Ποιος ήταν τώρα αυτός;
    «Ο Αλέξανδρος είναι μουσικός και ποιητής» μου είπε με στόμφο η Ελένη.
    «Μμμ» είπα εγώ και κοίταξα το πάτωμα.
    «Εσείς με τι ασχολείστε;» είπε ο Αλέξανδρος.
    «Στο Δήμο δουλεύω, σκουπιδιάρης» είπα.
    Η Ελένη με κοίταξε περίεργα. Ο Αλέξανδρος ένευσε πάλι με την κεφάλα του.
    «Ασχολείστε καθόλου με την τέχνη; Τα σκουπίδια έχουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον...έχω φτιάξει μία ολόκληρη σειρά από μουσικά άλμπουμ που αναφέρονται στα πάσης φύσεως σκουπίδια της κοινωνίας μας, ξέρετε υποθέτω, σκουπίδια όπως λέμε...κοινωνία, χάος, κυβέρνηση και καπιταλισμός, πλαστικά, σίδερα, φλούδες και μουνιά» είπε ο Αλέξανδρος.
     «Μμμμ» μούγκρισα. Η Ελένη με κοίταξε και ψιλογέλασε. Έκλασα. Πρέπει να ακούστηκε αλλά ο Αλέξανδρος κοιτούσε το ταβάνι. Κοίταξα κι εγώ το ταβάνι. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί.
    Έβαλα μία βότκα σκέτη και χωρίς πάγο και κοιτούσα τα μπούτια της Ελένης.
    Η ώρα περνούσε και η Ελένη έλεγε διάφορες μαλακίες με τον Αλέξανδρο περί τέχνης και ποίησης και μουσικής. Με είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ όταν ένιωσα ένα τρομακτικό πόνο στο πέος.
    «ΑΑΑΑΑΑΡΓΓΓΚΚΚΚΚΚ!!!» φώναξα και άνοιξα τα μάτια μου.
    Η Ελένη ήταν στα πόδια μου και μου δάγκωνε το πουλί και μου χτυπούσε με μανία τα αρχίδια.
    «Τι κάνεις; Έχεις τρελαθεί;;;» είπα.
    «Έφυγε ο Αλέξανδρος. Σε θέλω» είπε.
    Εγώ την έσπρωξα και ανέβασα τα βρακιά μου. Έβαλα άλλη μία βότκα σκέτη. Η ώρα είχε πάει τρεις τη νύχτα. Άναψα ένα τσιγάρο.
    «Δεν θέλεις να με γαμήσεις;» είπε η Ελένη με παράπονο.
    «Σε λίγο, κάτσε λίγο να συνέλθω» είπα.
    «Μαλάκα!! Λαπά! Δεν μπορείς να γαμήσεις!!» φώναξε εκείνη με μίσος.
    Αισθάνθηκα πως είχαμε παραγνωριστεί. Το ξεπέρασα αμέσως όμως.
    Το ένα της στήθος πετάχτηκε έξω από την προσπάθεια της να σηκωθεί από τον καναπέ.
    Άναψα. Την άρπαξα από τα μπούτια.
    «Σκύλα! Έλα δω» είπα. Άρχισα να της δαγκώνω τα βυζιά. Τρελάθηκε. Μου πέταξε έξω το εργαλείο. Άρχισε να με μαλακίζει. Ήταν ωραία. Ήμουν έτοιμος να της τον χώσω όταν χτύπησε πάλι εκείνο το αναθεματισμένο το κουδούνι.
    ΝΤΡΡΡΡΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΝΝΝΝΝΝ!!!!!!
    Γαμώ τη τύχη μου ρε πούστη. Η Ελένη μου ξέφυγε πάλι και πήγε με τα βυζιά φόρα μόστρα χοροπηδηχτή να ανοίξει σαν κουνέλι την πόρτα.
    Ήτανε ότι πρέπει για θυρωρός.
    Η τύπισσα ήταν για δέσιμο. Ήπια μία γουλιά βότκα να συνέλθω από την ξενέρα.
    Μπήκε μέσα η Ελένη μαζί με μία γριά. Η γριά πρέπει να ήταν γύρω στα 80 και βάλε.
    «Από εδώ η γιαγιά μου η Λουίζα» είπε η Ελένη.
    Εγώ ήμουν με την πούτσα έξω. Δεν είχα κάνει τον κόπο να την βάλω μέσα στο παντελόνι πάλι. Ήμουν δαιμονισμένος και ήθελα να πεθάνω ή να σκοτώσω κάποιον. Η γριά με κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια, μία εμένα και μία το πουλί μου. Το έβαλα μέσα. Δεν άντεχα να με κοιτάει. Η Ελένη ψιλογελούσε. Ήταν για δέσιμο η γυναίκα πάει και τελείωσε.
    Έδωσα μία βότκα στη γριά γιατί δεν ήξερα τι άλλο να κάνω με τα χέρια μου. Εκείνη την πήρε και άρχισε να πίνει σαν παλιός μπεκρής. Ρεύτηκε. Εγώ άρχισα να γελάω σαν τρελός. Έπεσα κάτω από τον καναπέ από τα γέλια. Η Ελένη άρχισε να με μαλώνει. Η γριά τρελάθηκε και τραβούσε τα μαλλιά της Ελένης και της έλεγε να μη με μαλώνει και να κάτσει κάτω. Βρέθηκα να χωρίζω την Ελένη και τη γριά. Ξύλο κανονικό. Η μπάμπω δεν μασούσε. Ήταν δυνατή σαν παλαιστής.
    Με τα πολλά κάτσαμε πάλι κάτω.
    «Εσύ τι κάνεις παιδί μου;» με ρώτησε η γριά.
    «Γράφω» είπα.
    Εκείνη έκανε νεύμα θετικό. Η Ελένη είχε πάει στο μπάνιο. Η γριά ήταν μέσ’ το κόλπα. Η γριά ήξερε. Η γριά ήταν παλιά καραβάνα. Την γούσταρα.
    «Θέλεις να γαμήσεις έτσι;» είπε η γριά με πονηρό βλέμμα.
    «Ναι» είπα εγώ.
    «Τίποτα δεν γίνεται στο τσάμπα μάγκα μου, γίνε λίγο άντρας ρε σκατιάρη» είπε η γριά και μου έκλεισε το μάτι αφού πρώτα μου έδωσε μία μούτζα.
    Στην αρχή δεν κατάλαβα τι μου είπε η γριά. Είχε όμως δίκιο όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια.
    Η Ελένη γύρισε και μου είπε πως ήταν η ώρα να πάει τη γιαγιά της στο σπίτι. Είχε ξυπνήσει μεσ’ τη νύχτα και όταν γινόταν αυτό, της έκανε επίσκεψη ότι ώρα και να ήταν για να δει την αγαπημένη της εγγονή. Η γριά έμενε στον κάτω όροφο.
    Η γιαγιά άρχισε να βρίζει την Ελένη με τρομερές βρισιές. Δεν καταλάβαινα τι στον πούτσο γινόταν.
    Η φάση ήταν αρκετά σουρεαλιστική και άρχιζα να ξενερώνω γιατί εγώ απλά να γαμήσω ήθελα και να κοιμηθώ ή να πάω στο σπίτι μου. Ήμουν αρκετά απλός σαν άνθρωπος. Δεν μου άρεσε ο σουρεαλισμός καθόλου.
    Η γριά την έκανε και η Ελένη ήρθε και μου ανακοίνωσε πως νυστάζει με ήφος βασίλισσας Ελισάβετ και πάνω.
    Εγώ σηκώθηκα και της έριξα δύο χαστούκια ανάποδα στα μούτρα.
    Εκείνη σάστισε. Δεν το περίμενε. Σουρεαλισμό δεν ήθελε;
   Εγώ είχα να της δώσω μόνο ωμό ρεαλισμό.
    Πήγε να μου κατεβάσει το πρόσωπο με τα νύχια της. Την άφησα. Αίμα έτρεχε από το πρόσωπο μου αλλά δεν μάσησα.
    «Μπάσταρδε! Μπροστά στη γιαγιά μου ρε αρχίδι;; Να φαίνεται η ψωλή σου ρε βρωμιάρη; Δεν ντρέπεσαι λίγο ρε;; Έξω από το σπίτι μου ρε γουρούνι!» είπε εκείνη με μίσος.
    Της τράβηξα άλλη μία και ούρλιαξε. Δεν ήταν του στυλ μου να χτυπάω γυναίκες αλλά δεν μπορούσα να κρατηθώ. Τη γύρισα και της κατέβασα τη φούστα. Της άνοιξα τα πόδια και της τον έχωσα με δύναμη. Ούρλιαξε από κάβλα και μίσος. Γαμηθήκαμε σα σκυλιά στο πάτωμα. Έχυσα μέσα της και ξεψύχησα στην πλάτη της σαν σακί.
    «Μπάσταρδε, βιαστή, μουνόπανο, αρχίδι, κερατά θα φωνάξω την αστυνομία ρε» είπε σιγανά η Ελένη από κάτω μου.
    Τραβήχτηκα και έβαλα το παντελόνι μου. Έβγαλα από μέσα το πορτοφόλι. Είχα δύο ευρώ και κάτι σε ψηλά. Τα πέταξα πάνω στην Ελένη. Εκείνη με κοιτούσε με μεγάλα μάτια. Γύρισα και βγήκα από την πόρτα του σπιτιού της. Εκείνη με έβριζε συνέχεια και μου πετούσε πράγματα.
    Έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Κατέβηκα με τις σκάλες και η γιαγιά της Ελένης με περίμενε στην πόρτα της.
    «Γάμησες, ντάξει;» είπε η γριά.
    Εγώ έκανα νεύμα θετικό με το κεφάλι και η γριά μου έκλεισε το μάτι.
    «Να ξανάρθεις αύριο» είπε η γριά χαρούμενη.
    Εγώ βγήκα από την πολυκατοικία και έξω έβρεχε της πουτάνας και πάλι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου