4.4.13




Ο διαβολόπαπας (απόσπασμα)

    Τις περισσότερες μέρες ήταν έξω στα χωράφια παρά στην εκκλησία. Οι χωριανοί τον είχανε στη μπούκα.
    Ήτανε Παρασκευή, ακριβώς πριν από τη μεγάλη εβδομάδα του Πάσχα. Καθότανε στο τρακτέρ και έκανε χωράφι, του Λυμπέρη, πέρα από τη Λυναριά. Το χωράφι ήτανε χορταριασμένο και έπρεπε να το περνάει δύο φορές με τη φρέζα.
    Τα πουλιά, με το που έσκαβε η φρέζα και αφράτευε το χώμα, ερχόντουσαν και τρώγανε τις ρίζες και τσιμπολογούσανε τη γη.
    «Αυτός είναι ο πατέρας μου με τη γκόμενα» είπε και κοίταξε ένα ολόμαυρο κόρακα που είχε έρθει παρέα με μία κίσσα και χορεύανε με τα ράμφη τους καρφωμένα στο φρέσκο χώμα που μοσχοβολούσε.
    Ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν από 4 χρόνια.
    «Ήρθε να με χαιρετήσει ο γέρος. Κοίτα να δεις που περνάει καλά εκεί που είναι» είπε.
    «Παπά, πότε θα πας για τον εσπερινό;» φώναξε η Λυμπέραινα για να ακουστεί πάνω από το τρακτέρ.
    «Κάνε δουλειά σου εσύ, δεν βλέπεις, το χωράφι είναι κακαδιασμένο» είπε.
    Ο παπάς άναψε τσιγάρο πάνω στο τρακτέρ γιατί βαριότανε και σκεφτότανε να πατήσει γκάζι και να πετάξει με τη φρέζα αλλά το καταραμένο δεν έλεγε να προχωρήσει. Τα ράσα τα είχε μέσα στη πλαστική σακούλα. Δεν τα γούσταρε τα ράσα. Ήτανε ζεστά και εδώ κάτω έκανε ζέστη και ήτανε και Μάρτης.
    Ο Λυμπέρης και η Λυμπέραινα φύγανε να πάνε να φάνε. Έμεινε μόνος του και σταμάτησε το τρακτέρ. Κατέβηκε και έβγαλε τις αρβύλες και τις κάλτσες και αέρισε τα πόδια του στον ήλιο.
    Έπιασε να πιάνει το πουλί του και να το πειράζει. Κατούρησε.
    Η παπαδιά ήτανε χοντρή και την είχε βαρεθεί. 5 παιδιά είχε και δεν τα ήξερε όλα καλά.
    Έβγαλε το κρασί από τη σακούλα και τα ράσα ήτανε λεκιασμένα και μυρίζανε κρασίλα.
    Έκοψε με το μαχαίρι του πατέρα του λίγο τυρί και ντομάτα και ψωμί με το χέρι και άρχισε να μασάει.
    Το κρασί ήτανε παλιό και καλό. Σε βαρούσε στο πιτς φιτίλι.
    Σκέφτηκε τον αδερφό του το Μιχάλη που ήτανε στην Αθήνα. Απο εδώ του έστελνε ο παπάς το εμπόρευμα και πακεταρισμένο έφτανε στην Αθήνα με το ταχυδρομείο. Εκείνος το πουλούσε και του έστελνε τα λεφτά. Η παπαδιά δεν ήξερε και πολλά για αυτές του τις δραστηριότητες. Δεν έλεγε ποτέ όχι στα έξτρα χρήματα όμως η παπαδιά και δεν ρωτούσε πολλά πολλά τον παπά.
    Έπρεπε να πάει να ποτίσει. Ο ποτιστής εκεί δεν πήγαινε και αν ήξερε έπρεπε να τον νε θάψει το πούστη.
    Τα είχε με μία μαθητριούλα από τις Μοίρες. Την έβλεπε που και που και βγάζανε τα μάτια τους σε κάτι κακοχώραφα τη νύχτα. Η μαθητριούλα μπορούσε να πιεί μπύρα από τη μύτη και του έκανε του παπά το κόλπο κάθε φορά και γελούσε ο παπάς με τη ψυχή του.
    Ο παπάς είχε ένα κομμένο δάχτυλο στο αριστερό χέρι, τον παράμεσο, κομμένο μέχρι τη μέση. Δεν γούσταρε να το κοιτάνε. Άκουγε πολύ καλά, τόσο καλά που μερικές φορές ζαλιζότανε και έπρεπε να μη σκέφτεται τίποτα για να μην πέσει κάτω.
    Είχε δύο τρύπες από σφαίρες που δεν είχανε γιάνει καλά και τατουάζ που είχε κάνει στη Νεάπολη στις φυλακές στο χέρι το δεξί, τρεις κουκίδες σε τρίγωνο ανάμεσα από αντίχειρα και δείχτη.
    Παπάς έγινε από ανάγκη αλλά μετά το μετάνοιωσε. Έβγαζε μισθό καλό αλλά βαριότανε να ψάλει και να μεταλαβαίνει τους χωριάτες τους μαλάκες.
    «Παπά, ο Λυμπέρης λέει να τελειώσεις αύριο γιατί η Λυμπέραινα θέλει να πάει στον εσπερινό» είπε το τρελογιωργιό που το έστειλε η Λυμπέραινα να του πει.
    Ο παπάς πέταξε δυο πέτρες και η μία βρήκε το κεφάλι του τρελογιωργιού και εκείνο έφυγε τρέχωντας.
    Χτύπησε το κινητό του και το σήκωσε και ήτανε ο αδερφός του και του είπε πως οι δουλειές πηγαίνανε καλά και πως έπρεπε να του στείλει μισό κιλό γιατί λειβότανε.
   Απόφαγε και φύλαξε το κρασί και πήγε να σηκωθεί και ζαλίστηκε και ξαναέκατσε.
   Ήτανε 36 χρονών μα ένιωθε 68 μερικές φορές.
    Πήγε και πήρε το τρακτέρ του Λυμπέρη και πήγε στο χωριό και έκανε μπάνιο και άλλαξε και έβαλε τα ράσα και ξενέρωσε. Η παπαδιά ήτανε ήδη στην εκκλησία και τα παιδιά παίζανε στο δρόμο και του φωνάζανε παπά, παπά, δώσε μας λεφτά, παπά, παπά.
    Θυμήθηκε τη Βάσω. Τι το ήθελε πριν το εσπερινό και ξενέρωνε. Στου Φιλοπάππου το λόφο εκεί καθότανε τώρα στην Αθήνα. Την είχε συναντήσει τελευταία φορά και του είπε πως έψαχνε τη τελευταία δόση της να ησυχάσει μακρυά από το κέντρο, εκεί πάνω ήταν καλά, έλεγε η Βάσω. Του έσπαγε η καρδιά για τη Βάσω, ήτανε ωραία γυναίκα κάποτε.
    Έκοψε λίγο το χέρι του με το μαχαίρι του συγχωρεμένου και έτρεξε το αίμα και ξαλάφρωσε και έκατσε πίσω από την εκκλησία και κοιτούσε κάτι πορτοκαλιές να περάσει η ώρα και τα πουλιά που χορεύανε στο χώμα και στα κλαδιά.
    Θυμόταν που είχε δραπετεύσει από το αστυνομικό τμήμα στο Παγκράτι και έτρεχε με τις χειροπέδες σα το τρελό με κάτι σαγιονάρες μέσα στο κρύο. Τον είχε βρει η Βάσω και τον έβαλε στο σπίτι της και κοιμηθήκανε αλλά τη κόλλησε το χούι και μετά τους πήρε ο διάολος αλλά ήτανε όμορφα και ωραία χρόνια.
    Το κωλοχώρι καλό ήτανε και δεν μπορούσες να συγκρίνεις τώρα καταστάσεις.
    Τη παπαδιά δεν μπορούσε να τη βλέπει άλλο. Καμιά μέρα θα τη σκότωνε, το ήξερε.
    Μάνα δεν είχε γνωρίσει ποτέ και είχε μία αδερφή που ζούσε στη Καρδίτσα.
    Δεν του άρεσε η μουσική. Προτιμούσε την ησυχία. Ο παπάς ήτανε δύσκολος άνθρωπος και κακοδιάθετος. Οι γυναίκες τονε θέλανε και εκείνος τα φορούσε στη παπαδιά όποτε είχε όρεξη και ευκαιρία να βόλευε γιατί της είχε άχτι που ήτανε χοντρή και δεν ήτανε όμορφη αλλά νταξ μαγείρευε καλά. Τους παντρέψανε με προξενειό γιατί αλλιώς δεν θα τον κάνανε παπά στο χωριό, μαλακίες.
    Με το θεό ο παπάς δεν είχε και πολλά πολλά. Δεν πολυγούσταρε το λιβάνι και τα κακογρετζολάκια που ερχόντουσαν στην λειτουργία μα ο μισθός ήτανε καλός και είχες και αβάντες αν ήσουνα παπάς. Κάθε μέρα οι τσέπες του ήτανε γεμάτες με μπούτια κοτόπουλου, καραμέλες, τυροπιτάκια, χορτοπιτάκια, πορτοκάλια, μανταρίνια, μήλα και πολλά άλλα δώρα που τα μάζευε από τις γυναίκες που τονε συμπαθούσανε γιατί ήτανε ψηλός και ωραίος και λιγνός σαν το στυλιάρι και είχε ίσκιο λεπτό.
        Του λείπανε κάποια δόντια βέβαια αλλά τα μαλλιά του τα είχε όλα και ήτανε δυνατός σαν αρκούδα.
    Τη μπίζνα με τον αδερφό του την έστησε πριν πέντε χρόνια και από τότε τα οικονομικά του ήτανε καλά και είχε βάλει λεφτά στην άκρη για τα παιδιά, τα αγαπούσε τα παιδιά του μα δεν τα ήξερε καλά γιατί σπάνια ήτανε στο σπίτι και ο κώλος είχε σκουλίκια πάντα και δεν καθότανε. Τρία κορίτσια και δυο αγόρια. Τα κορίτσια τα μπέρδευε καμιά φορά και δεν ήτανε και σίγουρος αν ήτανε όλα δικά του.
     Κάποια στιγμή θα την έκανε γιατί το είχε βαρεθεί το χωριό και μάλλον πως θα πήγαινε στο Βέλγιο που είχε κει μια γκόμενα σταθερή, τη Λιζέτ, και την έβλεπε τα τελευταία δύο καλοκαίρια που ερχότανε στον Κόκκινο Πύργο για διακοπές.
    Τελείωσε τσάκα τσάκα τον εσπερινό, χτύπησε η παπαδιά τη καμπάνα και ο παπάς της είπε δυο μισοκουβέντες και πήγε με το φακό στο χωράφι να δει και να ποτίσει τη σοδειά, να κόψει και να τα φτιάξει να τα στείλει του αδερφού του.
    Είχε πάρει μαζί του και τη καραμπίνα καλού κακού, ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί και να πετύχαινε τον ποτιστή πουθενά να του έριχνε καμιά στο κώλο. Δεν την είχε δηλωμένη την καραμπίνα και δεν είχε ούτε άδεια ούτε τίποτα. Ποιος διάολος την είχε ξεχάσει στο σπίτι δεν θυμότανε.
   
   
   
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου