1.7.14




Η μικρή πράσινη βλάστηση


  Οι αμμόλοφοι είχαν περάσει σε ύψος το μπόι του, μόνο τα μάτια παρέμεναν έξω από την άμμο. Η μητέρα του συνέχιζε να του λέει να ποτίσει το γκαζόν χωρίς σταματημό, το γκαζόν ξεράθηκε μόλις το νερό ακούμπησε το έδαφος, οι ντομάτες είχαν δέσει αλλά στο κάτω μέρος τους τα φύλλα ήταν ξερά, είχε κατέβει από τη σκάλα σιγά σιγά με τις εσπαντρίγιες που είχε κλέψει από εκείνο το μαγαζί στο κέντρο, γλιστρούσαν οι άτιμες, ο σκύλος τον κοίταζε και είχε ένα χορταράκι κολλημένο στο στόμα, στην αριστερή πλευρά.
    Η πίεση μέσα στο σώμα του είχε αυξηθεί, το υπόγειο που έβγαζε στις ντομάτες ήταν ανοιχτό, η τρύπα μέσα από την οποία το νερό του πλυντηρίου έπεφτε δεν ήθελε και πολύ να την αντιληφθεί ο κάτοχος του χωραφιού δίπλα από το σπίτι του, αρκούσε μόνο να έριχνε μία ματιά στην αντίθεση του πράσινου χρώματος στο σημείο όπου και έπεφταν τα απόνερα και της ξεραϊλας του υπόλοιπου μέρους.
      Το τσιμεντένιο τέρας το οποίο ο γείτονας για τα επόμενα τριάντα χρόνια θα αποκαλούσε "σπίτι" έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ, οι εργάτες δούλευαν πυρετωδώς κάθε μέρα, ακόμα και τις Κυριακές, τις γιορτές και τις σχόλες, όπως Δεκαπενταύγουστο, της Παναγίας, του Χριστού, Ευαγγελισμοί, γλέντια, παραγλέντια, αργίες, κάθε μέρα, ασταμάτητα. Το τσιμέντο που είχε πέσει ήταν απίστευτα ακριβό. 
       Ο θόρυβος των εργαλείων έμοιαζε να μην σταματά ποτέ, δεν είχε τίποτα φυσικά προσωπικό με τον ιδιοκτήτη, ήξερε όμως πως μόνο εάν ο ιδιοκτήτης της μεγάλης τσιμεντένιας οικίας απεβίωνε, μόνο τότε θα ησύχαζαν οι Κυριακές του, Κυριακές τις οποίες είχε ανάγκη για ξεκούραση μετά από μία ολόκληρη εβδομάδα στη δουλειά, όρθιος, στον τομέα του κέντρου του Ηρακλείου και για περισσότερη ακρίβεια, στο μέλκιορ της Κρήτης.
       Η σύμμαχος του του έδωσε σήμα με το γουόκι τόκι, ημέρα Κυριακή, έκοψε τους τένοντες από τα πόδια του ιδιοκτήτη της νέας τσιμεντένιας οικίας, εκείνος έπεσε φυσικά στο έδαφος, στο σκληρό άσπρο χώμα με τις ελιές, δεν έβγαλε άχνα παρά μόνο ένα μικρό "ουμφφ", τρύπησε στη συνέχεια με το μαχαίρι άλλη μία φορά στο συκώτι και αυτό ήταν.
       Σφύριξε και η σύμμαχος του έβαλε μπροστά το πλυντήριο που ήταν γεμάτο με οξύ της τουαλέτας, δύο κουβάδες είχαν γεμίσει, τοποθέτησε τον ιδιοκτήτη μέσα στο λάκκο, έβαλε το στόμιο από το λάστιχο μέσα στο λάκκο, σκέπασε με χώμα και άφησε το πλυντήριο αργά αλλά σταθερά να κάνει τη δουλειά του.
          Το μόνο που δεν του άρεσε ήταν πως εκείνη η μικρή πράσινη βλάστηση θα εξαφανιζόταν για λίγο καιρό, μετά όμως θα ξαναέβγαινε, ίσως και πιο αφράτη λόγω του οργανικού υλικού του ιδιοκτήτη.
      
     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου